Ένα χειμωνιάτικο πρωί


Πέρασε σχεδόν από μπροστά του. Τον προσπέρασε αλλά εκείνη δεν τον είδε. Κι όμως στεκόταν όρθιος, με το καινούριο του κοστούμι, ώρα πολλή και την περίμενε. Του έμεινε μόνο να τη κοιτά καθώς απομακρυνόταν. Κάποια στιγμή αποφάσισε να γυρίσει σπίτι. Προτίμησε να περπατήσει κι έτσι χάρηκε λίγο, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωί, τις βιτρίνες των μαγαζιών, τα παιδιά που έλεγαν την προσευχή στο σχολείο, τα περιστέρια που τσακώνονταν για ένα κομμάτι κουλούρι, τα φύλλα των δένδρων που βαριανάσαιναν από το πέρασμα του αέρα.

Μόλις έφτασε σπίτι και γύρισε το κλειδί στην πόρτα, έβγαλε γρήγορα το κουστούμι του για να μη το τσαλακώσει, το κρέμασε ωραία στη ντουλάπα, φόρεσε τις θαλασσιές του πιζάμες και αφού έφτιαξε ένα καυτό τσάι, στριμώχτηκε μέσα στη χουχουλιάρικη πολυθρόνα του και άνοιξε τη τηλεόραση. Εκεί τον βρήκε το απόγευμα, η νύχτα και το χάραμα.

Το πρωί αφού ετοιμάστηκε, με γρήγορες μεγάλες δρασκελιές βρισκόταν πάλι στο ίδιο σημείο συνάντησης. Θα περνούσε πάλι σήμερα; Δεν ήξερε. Αυτή τη φορά όμως θα της δυσκόλευε λίγο την προσπέραση για να τον προσέξει. Όμως ο καιρός είχε άλλα σχέδια για εκείνον. Τα αγριεμένα σύννεφα στριμώχτηκαν και έκαναν τον ουρανό μαύρο, μια δυνατή βροχή ξεκίνησε και λυσσασμένα μούσκευε το καινούριο του μαύρο κοστούμι. Πόσο μπορούσε να περιμένει κάτω από τη βροχή; Έσκυψε το κεφάλι, αγόρασε μια εφημερίδα  για να προστατευτεί λίγο από τη νεροποντή και την ώρα που έφευγε... την είδε που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Λυγερή, όμορφη, με κοκκινισμένα μάγουλα, με μακριά μαύρα μαλλιά να κατακλύζουν τους ώμους της και τη βουνοπλαγιά της. Κρατούσε μια ξύλινη κόκκινη ομπρέλα που φώτιζε όλο αυτό το μεγαλείο μέσα στο πλήθος. Πολλοί γύριζαν να την κοιτάξουν. Ένας από αυτούς κι εκείνος. Κι έτσι για άλλη μια φορά τον προσπέρασε χωρίς να τον προσέξει.

Μόλις μπήκε στο μικρό του ζεστό κατά τα άλλα διαμέρισμα, άνοιξε τα φώτα για να δει την καταστροφή που υπέστη το κουστούμι του. Τώρα; Πως θα το είχε έτοιμο για αύριο; Έβαλε μια  παλιά φόρμα και τα αθλητικά του παπούτσια, τοποθέτησε το σακάκι και το παντελόνι του σε μια μεγάλη άσπρη πλαστική σακούλα και πήρα τους δρόμους για να βρει ένα σιδερωτήριο.

Όταν τελικά γύρισε πίσω ήταν εξουθενωμένος. Είχε γυρίσει όλα τα σιδερωτήρια της γειτονιάς αλλά κανένα δεν του υποσχόταν ότι σε μερικές ώρες θα το έπαιρνε πάλι έτοιμο. Άπραγος και απογοητευμένος το έπλυνε στο χέρι και αφού το στέγνωσε πάνω στο καλοριφέρ σηκώθηκε νωρίς την επόμενη ημέρα για να το σιδερώσει.

Αλλά αν δεν σε θέλει κάτι φαίνεται από το πρωί. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν η μάνα του από το χωριό. Τον ρώτησε αν τρώει καλά και αν βρήκε ακόμα δουλειά. Της απάντησε θετικά για το πρώτο και αρνητικά για το δεύτερο. Ήθελε να την ξεφορτωθεί γιατί είχε το σίδερο αναμμένο πάνω στο παντελόνι. Όμως η μητέρα του ήθελε πάρλα κι άρχισε να του εξιστορεί τα κουτσομπολιά του χωριού. Δεν πέρασαν δύο λεπτά και η μυρωδιά του καμένου υφάσματος έφτασε μέχρι τα ρουθούνια του. Έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά και έτρεξε στο υπνοδωμάτιο αλλά η ζημιά είχε γίνει. Τώρα το παντελόνι του είχε μια τριγωνική μαύρη μουτζούρα στο ύψος του καβάλου. Αυτό ήταν. Δεν ήταν τυχερό του να την συναντήσει. ήταν τυχερό του μόνο να την βλέπει και να την παρακολουθεί από μακριά.

Τον επόμενο μήνα μετακόμισε σε ένα μικρότερο διαμέρισμα αλλά απέναντι ακριβώς από το δικό της. Ήταν πολύ χαρούμενος για αυτή του την επιλογή. Τι χαρούμενος που ήταν ξαφνικά. Ποσό λίγο του φαινόταν τώρα το φορτίο της ανεργίας. Πόσα λίγα προβλήματα είχε τελικά. Αν είσαι πραγματικά ευτυχισμένος, η ευτυχία αυτή συνοδεύει και όλες τις άλλες ασχολίες της ζωής σου. Τις κάνει πιο φωτεινές και πιο γελαστές.

Στο μπαλκόνι του κατέβασε τις τέντες και κάθισε να παρακολουθήσει το απέναντι διαμέρισμα. Και ξάφνου την είδε. Την είδε να προσπερνά την κουζίνα και να πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο. Φορούσε ένα ροζ καυτό σορτς και μια άσπρη δαντελένια φανέλα. Αφού έκανε λίγες δουλειές, έκλεισε τα παντζούρια και μετά από λίγα λεπτά την είδε να βγαίνει από την κεντρική πόρτα της πολυκατοικίας και να φεύγει. Η χαρά που πήρε από την οπτική αυτή επαφή δεν περιγραφόταν. Χαμογελαστός κι αυτός ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε για βόλτα. Στον δρόμο που πήγαινε  είδε μια αγγελία όπου ζητούσαν παιδί για όλες τις δουλείες. Έτσι χαρούμενος που ήταν δεν δίστασε να κάνει αίτηση για δουλειά και ο εργοδότης του βλέποντας ένα νέο με χαμόγελο και όχι κατσούφη τον προσέλαβε αμέσως να αρχίσει δουλειά. Ντύθηκε με την ειδική φόρμα της εταιρείας και χαμογελαστός πήγε στον προϊστάμενό του να πάρει οδηγίες. Αφού τον ενημέρωσε σχετικά με το είδος των εργασιών του στην εταιρεία, πήρε ένα φάκελο να τον παραδώσει σε μια κοντινή εταιρεία. Έφυγε γοργά, βρήκε τη διεύθυνση και μπήκε μέσα. Την ώρα που άφηνε τον φάκελο, δύο καταγάλανα πελώρια μάτια σήκωσαν την θωριά τους να τον κοιτάξουν. Η κοπέλα της γραμματείας ήταν εκείνη. Εκείνη που τόσο καιρό δεν τον είχε προσέξει. Του χαμογέλασε. Τον ρώτησε για ποιον είναι ο φάκελος. Του πρότεινε να πιει καφέ μαζί της μέχρι να ερχόταν ο δικός της προϊστάμενος και έτσι εκεί σε ένα μικρό γραφείο, οι δυο αυτοί νέοι άνοιξαν την ψυχή τους, μίλησαν για τα άγχη τους, έκρυψαν προσεχτικά την ταραχή τους, ξεχείλισαν από έρωτα και λίγη ζεστασιά και οι ανάσες τους μετά από λίγα λεπτά είχαν γίνει μία.

Την ίδια ώρα ένα καράβι μόλις άραζε στο λιμάνι,οι επιβάτες κατέβαιναν με τις αποσκευές τους, οι γλάροι χόρευαν στον ουρανό, ο ήλιος ξεπρόβαλε ξανά και χρωμάτισε τις ψυχές των ανθρώπων, ένα τραίνο σφύριξε τρεις φορές καθώς προσπερνούσε ένα σταθμό, κάποιος επιβάτης έβγαλε τα γυαλιά του και ατένισε τα δένδρα που έγραφαν πάνω στο γυάλινο παράθυρο, ένα παιδί φώναξε τη μάνα του και εκείνη γύρισε τρυφερά να τον πάρει αγκαλιά.

Αχ πόση ευτυχία υπάρχει στον κόσμο και πόσες φορές άραγε γυρίσαμε να την προσέξουμε;

Δεκέμβριος 2013
Μυλωνά Λίνα.

Σχόλια