Η αλήθεια της ψυχής



Και πάλι κρύφτηκες πίσω από μια χούφτα αναμνήσεων για να μην την ξυπνήσεις. Ποτέ σου δεν της άξιζες. Το ρολόι στο κομοδίνο δείχνει κολλημένο σαν τις σκέψεις σου. Τα φώτα της πόλης που ξεγλιστρούν από τις γρίλιες των παραθύρων, ξαπλώνουν πάνω στο στρώμα σου και αγκαλιάζουν απαλά τα μακριά πόδια της. Δείχνουν το έργο σου. Τα σημάδια δεν λένε να φύγουν. Τουλάχιστον, όχι απόψε.
                Θες να γυρίσεις σελίδα στη ζωή σου αλλά αυτή η γυναίκα σε τραβάει μαζί της και σου βγάζει ότι χειρότερο κρύβει η ψυχή σου. Θα ήθελες να κρυφτείς βαθιά μέσα στο χώμα για να γλιτώσει και να γλιτώσεις αλλά είσαι πολύ δειλός για αυτή σου την πράξη. Κάθε φορά που απλώνεις χέρι πάνω στο κορμί της νιώθεις την κάψα στην παλάμη σου και ηδονίζεσαι. Την βλέπεις που αιωρείται, που χάνει την ισορροπία της αλλά εσύ συνεχίζεις και την χτυπάς ξανά και ξανά. Είναι αυτό της το βλέμμα που σου λέει ότι κάτι έκανε. Κάτι κρυφά από εσένα. Αυτό το άγνωστο είναι που σε τρελαίνει. Γυρίζει ανάποδα το μυαλό σου και χάνεσαι.
                Κάποτε βρήκες στο τραπέζι ένα γράμμα. Ούτε καν μπήκες στον κόπο να το διαβάσεις. Ήσουν σίγουρος ότι της το έδωσε ο άλλος. Για αυτό όταν μπήκε μέσα στην κουζίνα την άρπαξες από τα μαλλιά και την έσπρωξες πάνω στον τοίχο. Το αίμα που πετάχτηκε από το κεφάλι της σε σταμάτησε για λίγο, αλλά μόνο για λίγο. Ήρθε και ανακατεύτηκε με τις αρρωστημένες σου σκέψεις και έγινε μια άμορφη μάζα. Κάποια στιγμή, δεν θυμάσαι ποια, έπεσε σαν σπασμένη κούκλα στο μαρμάρινο πάτωμα και δεν έβγαζε άχνα. Τότε μόνο η ματιά σου ξύπνησε από την άγρια πραγματικότητα. Την πήρες αγκαλιά και έτρεξες στο νοσοκομείο.
                Η ησυχία του μυαλού σου καθώς περίμενες έξω από την εντατική, σε τρόμαξε. Συνήθως βούιζε από σκέψεις, από μεγάλα γράμματα που σου έδειχναν πόσο προδότρια είναι. Από φωνές που σου έλεγαν ότι αυτή φταίει για ότι της έκανες. Εσύ δεν έφταιγες πουθενά. Μόνο αυτή και οι απροσάρμοστες πράξεις της. Ξαφνικά, ένας γιατρός σε πλησίασε. Μιλούσε σιγά, σχεδόν ψιθυριστά. Θα γίνει καλά όμως, αυτό το άκουσες.
                Οι μέρες και οι νύχτες μακριά της έγιναν άβυσσος που ήρθε να σε κατασπαράξει. Το σπίτι κενό από την παρουσία της λύγιζε και αυτό σαν και σένα. Υπήρχαν μόνο οι σκιές των επίπλων που ζωντάνευαν λίγο τα δωμάτια. Ξαπλωμένος όλη μέρα στο κρεβάτι σας, μόνο τα μάτια σου ήταν σφαλιστά. Τα αυτιά σου ξαγρυπνούσαν και περίμεναν ένα της τηλέφωνο, να ακούσουν την φωνή της. Μάταια όμως.
                Ήρθε και το πρωινό που επέστρεψε. Ο αέρας που χάιδεψε τα χείλη της, δεν τάραξε και το πρόσωπο. Το βλέμμα της βουβό και σκοτεινιασμένο είχε παραδοθεί πια στο έλεός σου. Τα πόδια της σκεπασμένα από τη μακριά ρόμπα φαινόντουσαν σαν γυάλινα, έτοιμα να γίνουν χίλια κομμάτια. Φοβόσουν τον θόρυβο που θα έκαναν και δεν την ακουμπούσες πια. Την άφηνες να περιφέρεται μέσα στο σπίτι, χωρίς να σου κάνει κέφι πια να απλώσεις χέρι πάνω της. Για αυτό φοβάσαι να την ξυπνήσεις τώρα. Τρέμεις μη ραγίσει και σπάσει.
                Αυτά θυμάσαι και ο ύπνος δεν σε επισκέπτεται πια τα βράδια. Την κοιτάζεις που κοιμάται χωρίς να κινείται σχεδόν καθόλου. Σταματάς για λίγο την αναπνοή σου για να ακούσεις την δική της ανάσα. Σχεδόν που ακούγεται μέσα στο σκοτάδι. Σφίγγεται η καρδιά σου που δεν σου μιλά καθόλου. Οι φωνές της όμως όταν την χτυπούσες έχουν φωλιάσει για τα καλά μέσα σου. Σου τρώνε τα σωθικά. Τις νοιώθεις κάθε φορά που σου κόβουν στα δυο την σάρκα σου και δαγκώνεις τα χείλη από τον πόνο.
                Γυρίζεις στο πλάι. Δεν έχει νόημα πια να κρύβεσαι. Σαν χελιδόνι η ψυχούλα της έχει μεταναστεύσει σε πιο ζεστά μέρη. Το σώμα της είναι μόνο εδώ ακόμα αραγμένο. Για να σου θυμίζει τη βαναυσότητα της δικιάς σου ψυχής. Ήρθε η ώρα νομίζω και για σένα να βγεις από την φουρτουνιασμένη θάλασσα και να αράξεις στο δικό σου λιμάνι. Θέλεις πια να ηρεμήσεις, να αφεθείς. Δεν θα είναι εύκολο όμως. Πάντα ήσουν δειλός.
                Σηκώθηκες και πήγες στο μπάνιο. Έκλεισες και την πόρτα πίσω σου. Άπλωσες το χέρι και άρπαξες ένα ξυραφάκι. Ακούμπησες την πλάτη στα πλακάκια του μπάνιου και σύρθηκες στο πάτωμα. Γδύθηκες και έμεινες όπως σε γέννησε η μάνα σου. Σφάλισες τα μάτια και άρχισες να κόβεις με μανία τις φλέβες σου. Το αίμα κόκκινο σκούρο και πηχτό πλημμύρισε όλο το δωμάτιο. Σαν άμμο καυτή σε τύλιξε και σε κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της. Για λίγο παρακολουθούσες το χώρο. Το βλέμμα σου έπεφτε πάνω στον καθρέφτη, στη λεκάνη, στο μπιντέ. Μια κραυγή ξεχύθηκε από τα χείλη σου, οι κόρες των ματιών σου γύρισαν ανάποδα και μετά απόλυτο κενό… 


Γαλάτσι, 2013 (Μυλωνά Λίνα)

Σχόλια