Γυμνός έρωτας




"Ο κόσμος είναι επικίνδυνος,
όχι εξαιτίας αυτών που κάνουν το κακό,
αλλά εξαιτίας αυτών που τους κοιτάζουν..
.. χωρίς να κάνουν τίποτα"
Einstein


Δεν γύρισε ούτε να με κοιτάξει. Το βλέμμα του όσο μάζευε τα ρούχα του ήταν χαμηλωμένο και σκοτεινιασμένο. Εγώ στεκόμουν όρθια σε μια γωνία του δωματίου και ένα τρέμουλο με είχε κυριεύσει. Ο καβγάς μας αιωρούνταν ακόμα στο δωμάτιο και οι φωνές μας αντιχούσαν μέσα στο κορμί μου. Πρέπει να είχε σκιστεί το φόρεμά μου από την πάλη μας και ο ένας ώμος κείτονταν γυμνός. Γυμνός όπως και ο έρωτάς μας αυτός.


Του είχα δώσει τα πάντα. Τη ζωή μου ολάκερη του πρόσφερα και εκείνος την ποδοπατούσε σε κάθε ευκαιρία. Γευόταν τον πόνο μου και κάθε φορά που με χτυπούσε τον ένιωθα που χαιρόταν. Ένα χαμόγελο σκαλωνόταν στα χείλη του και δεν έλεγε να φύγει όσο η βαριά παλάμη του έβρισκε το πρόσωπό μου. Την επόμενη φορά έλπιζα ότι θα ήταν η τελευταία που γινόταν αυτό. Ήμουν σίγουρη ότι ήταν κάτι περαστικό και με τον καιρό θα έφτιαχναν τα πράγματα. Ηττήθηκα όμως οικτρά.

Δώδεκα λεπτά έχουν περάσει από το βαρύ γδούπο που έκανε η πόρτα όπως έκλεισε έτσι βιαστικά πίσω του. Η ματιά μου έχει μείνει στο κενό και δεν έχω τη δύναμη να το κουνήσω καθόλου. Τα πόδια μου βαριά έχουν γίνει ένα με το πάτωμα και τα χέρια μου καίνε σαν πύρινο σίδερο. Τα δάκριά μου έχουν γίνει δεύτερο πετσί μου ενώ η καρδιά μου χτυπάει σα ταμπούρλο. Φοβάμαι ότι θα ξαναγυρίσει και αν το έχω κουνήσει από εκεί μπορεί να θυμώσει και άλλο.

Για μια στιγμή μόνο σηκώνω το βλέμμα και παρακολουθώ για λίγο το χώρο του δωματίου. Τα ρούχα είναι ανάστατα και πεταμένα πάνω στο κρεββάτι. Τα σεντόνια μυρίζουν ακόμα τον άγριο έρωτά του πάνω μου. Η λάμπα του πορτατίφ τρεμοπαίζει και η κουρτίνα είναι τραβηγμένη. Μια σιγή κυριαρχεί μέσα στο δωμάτιο, μια σιγή που με κουφαίνει. Θέλω να αδράξω τη στιγμή, θέλω να σβήσω τα σημάδια. Αλλά μάταιος κόπος.

Πρέπει να έχει περάσει πολλή ώρα τώρα. Το νοιώθω ότι δεν θα ξανάρθει. Αποφασίζω να κουνηθώ και να κινήσω για το μπάνιο. Θέλω τόσο πολύ να ελευθερωθώ από τα βρώμικα από αίμα ρούχα μου και να κουλουριαστώ μέσα στο ζεστό νερό. Γδύνομαι γρήγορα και γυρίζω το μοχλό του μπάνιου. Βάζω την τάπα και κάθομαι μέσα στην μπανιέρα. Το σώμα μου είναι ξένο ακόμα σε μένα. Τα χέρια αυτά γεμισμένα από μόλωπες δεν θυμίζουν σε τίποτα εμένα πέντε χρόνια πριν.

Έξω από ένα ξωκλήσι γνωριστήκαμε σε ένα γάμο. Εκείνος σοβαρός και μετρημένος ήταν περιτριγυρισμένος από διάφορες κοπέλες του χωριού. Εγώ σε μια ακρούλα περίμενα την μητέρα μου να 'ρθει με τις μπομπονιέρες στο χέρι για να φύγουμε. Δεν είμασταν καλεσμένες στο τραπέζι και έτσι θα γυρίζαμε σπίτι νωρίς. Ξάφνου, ένοιωσα περίεργα, ένα ζευγάρι μπλε μάτια με περιεργάζονταν. Γύρισα απότομα να κοιτάξω. Ένα γουργούρισμα στο στομάχι και αυτό ήταν. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και δόθηκαν σε ένα ανείπωτο χορό γύρω από το χρόνο. Ήμουν μόνο αυτός και εγώ εκείνη τη χρονική στιγμή και οι σάρκες μας όδευαν σύντομα να γίνουν μία.

Τα δέντρα του δάσους γεύτηκαν πρώτα τον γυμνό έρωτά μας. Ένα έρωτα τόσο γυμνό που τα φύλλα τους γύριζαν από την άλλη για να μην κοιτάξουν. Οι σιγανές κραυγές μας αιωρούνταν και ταξίδευαν με το περαστικό αεράκι στην αντίπερα όχθη. Ο ιδρώτας μας πότιζε το χώμα και ο καρπός του έρωτά μας αυτού δεν άργησε να ξεπροβάλλει. Για λίγο καιρό δεν είχα προσέξει την αλλαγή στο κορμί μου. Νόμιζα ότι γινόμουν γυναίκα και δεν έδινα σημασία σε εκείνη τη στρογγυλάδα γύρω από τη κοιλίτσα μου που σχηματιζόταν σιγά σιγά.

Εκείνος όμως την πρόσεξε και σε επόμενη ευκαιρία που βρεθήκαμε κρυφά από όλους στο γνωστό μας μέρος, μου έδωσε μια γερή μπουνιά χαμηλά στη κοιλιά και μετά με πήρε δυνατά στην αγκαλιά του. Εγώ άφωνη από τον πόνο, το πρόσωπό μου είχε πάρει μια απόκοσμη μορφή και οι βολβοί των ματιών μου είχαν βαθύνει. Όσο με κρατούσε δεν ανέπνεα καθόλου. Ήταν τόσο τρομαχτικός ο πόνος που βίωνα που η φωνή μου δεν έλεγε να βγει. Μετά με έπιασε μια κρίση και τρόμαξε. Με απόθεσε χάμω και για λίγο τον είδα πως ίδρωσε από την αμηχανία του. Μια μεγάλη κηλίδα αίμα δεν άργησε να δώσει σημεία ζωής. Μάτωσε τη φούστα, μάτωσε τα χορτάρια, μάτωσε και μένα.

Για ένα μήνα δεν τον ξαναείδα. Ήμουν τόσο φοβισμένη και οργισμένη μαζί του που δεν το κούναγα από το δωματιάκι μου. Η μάνα μου δεν ήξερε πως να με αντιμετωπίσει. Μία έκλαιγα στα πατώματα, μία καθόμουν στο παράθυρο αμίλητη, κάποιες άλλες στιγμές κοιμόμουν από το μεσημέρι και ξύπναγα το άλλο πρωί. Έτσι χωρίς πρόγραμμα, έχανα μέρα με τη μέρα το χρώμα από τα νιάτα μου και έδινα τη σκυτάλη στη μαυρίλα και την απελπισία.

Ένα πρωί ήρθε η προξενήτρα. Είπε δυο κουβέντες στη μάνα μου και εκείνη κίνησε με γοργό βήμα να με συναντήσει. Πήρε ένα μεγάλο ραβδί και άρχισε να με βαράει όπου έβρισκε. Φώναζε, έκλαιγε μαζί. Στα λίγα που κατάλαβα από αυτά που έλεγε ήταν ότι καταστράφηκα και τώρα έπρεπε να τον παντρευτώ. Κάποια στιγμή σταμάτησε να με δέρνει και έγινε ένα κουβάρι μικρό σε μια γωνία. Έκανε μια βδομάδα να μου μιλήσει και όταν το έκανε μου μήνυσε να πάω κοντά του και να μην ξαναγυρίσω σπίτι.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνη την ημέρα που ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι μάζεψε τα ολίγα ρουχαλάκια του σε μια μαύρη σακκούλα και κίνησε για το χωριό. Ένα κορίτσι που είχε βιώσει τη μητρότητα χωρίς να το ξέρει. Η μάνα μου ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Μόνο έφτυσε χάμω και βρόντηξε τη πόρτα πίσω της. Στο δρόμο οι χωρικοί με κοιτούσαν περίεργα. Αυτός που θα συναντούσα είχε δύναμη στο χωριό και τον είχαν πάρει και λίγο τα χρόνια. Αλλά εγώ δεν τα έβλεπα αυτά όταν του γυμνώθηκα και έγινα δική του κάτω από την πλατανιά.

Ο γάμος ξερός και σύντομος, είχε να ζηλέψει πολλά από τους άλλους γάμους που είχαν γίνει στο χωριό. Αλλά είπαμε. Ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη από υποχρέωση γιατί τη χάλασε και έτσι ήταν το σωστό να γίνει. Το βράδυ εκείνο ξύπνησα από τα αδυσώπυτα χάδια του. Μου ξέσκισε τη νυχτικιά και ρίχτηκε σαν αρπαχτικό πάνω στη λεία του. Αφού γεύτηκε τους χυμούς μου,  γύρισε πλευρό και άρχισε να ροχαλίζει. Έμεινα να κοιτώ το ταβάνι και να ψάχνω μέσα στο σκοτάδι κάτι για να κρύψει τη γύμνια μου.

Το επόμενο πρωί όταν διαπίστωσε ότι είχα αργήσει να σηκωθώ, μου έδωσε ένα δυνατό χαστούκι, κάτι είπε μέσα από τα μουστάκια του και έφυγε για τα χωράφια. Έκλαψα πολύ αλλά τι μπορούσα να κάνω. Δεν είχα πουθενά να απευθυνθώ, κάπου να σκύψω και να μαρτυρήσω τον πόνο μου. Έτσι ο καιρός περνούσε και κάθε φορά νόμιζα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που με χτυπάει. Πάντα θα είναι η τελευταία έλεγα και ξαναέλεγα μέχρι που το πίστεψα και για μένα όλο αυτό έγινε ένα με τη φύση μου.

Κάποτε γύρεψα να μάθω από ένα γιατρό γιατί δεν πιάνω παιδί. Έκανα και τις απαραίτητες εξετάσεις και τότε αυτός αποφάνθηκε ότι ο τρόπος που είχα τερματίσει την πρώτη μου εγκυμοσύνη ήταν  ο λόγος που δεν μπορούσα να μείνω έγκυος. Εκείνος όταν το έμαθε, έγινε θηρίο. Δεν φτάνει που παντρεύτηκε από υποχρέωση μια παρακατιανή,  φορτώθηκε στη πλάτη του και μια στείρα. Στο χωριό μαθεύτηκε γρήγορα και έτσι όταν άρχισε να με βαρά και μπροστά στους συγχωριανούς μου εκείνοι έκαναν τα στραβά μάτια γιατί και για αυτούς έφταιγα για το κατάντημά μου. Και έπρεπε να ξεπληρώσω ένα χρέος που όλο αυξανόταν.

Πέρασαν άλλα τρία βασανιστικά χρόνια και αφού είχε γίνει ο περίγελος του χωριού λόγω του ότι είχε για γυναίκα μία τζούφια, αποφάσισε να μετακομίσουμε στην πόλη. Εδώ όμως χειροτέρεψαν τα πράγματα, έβγαινε τα βράδια έξω και ξέχναγε να γυρίσει. Έπινε και ξέσπαγε πάνω μου. Οι βρισιές και οι κλωτσιές είχαν γίνει αίμα μου. Τα ρούχα μου όλα μπαλωμένα αφού μου τα ξέσκιζε κάθε φορά που με καβαλούσε. Οι γείτονες κάτι είχαν μυριστεί αλλά κοίταζαν τις δουλείες τους και τις οικογένειές τους. Με παρατηρούσαν όμως εξονυχιστικά όταν έβγαινα για ψώνια μέσα από τις σκοτεινές γρίλιες των κλειδαμπαρωμένων παραθύρων τους.

Και φτάσαμε στο σήμερα. Όπου αποφάσισε να με εγκαταλείψει αφού πρώτα με ξυλοφόρτωσε για άλλη μια φορά. Το νερό με αγκάλιασε και πήρε μακριά τα ρίγη μου και τις σκοτεινές μου σκέψεις. Έκρυψε τη γύμνια μου και με παρότρυνε να κλείσω τα μάτια μου και να βρω λίγη γαλήνη. Εκεί, μέσα στην άσπρη μπανιέρα, μακριά από τους ήχους της ημέρας, το νερό έγινε ο υγρός τάφος μου καθώς δεν ξύπνησα ποτέ. Εκείνος όταν γύρισε με βρήκε με ένα χαραγμένο χαμόγελο στα χείλη μου. Κοντοστάθηκε για λίγο, έκανε ένα μορφασμό ζήλιας και έφυγε σα κυνηγημένος μέσα στη μαύρη νύχτα.




Μυλωνά Λίνα
28 Σεπτεμβρίου 2013




Σχόλια