Τη νύχτα που έφυγε εκείνη



Καυτή λάβα πλημμύρισε το λαιμό εκείνης της γυναίκας. Μαύρο αίμα λέρωσε τη φούστα, τα γόνατα και τους αστραγάλους της. Ακούστηκε ένα ουρλιαχτό, ένα μόνο. Κι εκεί μες στη σιωπηρή νύχτα, άφησε το άψηχο κορμί της, κοντά στην ζεστή άμμο, δίπλα στους σκοτεινούς θάμνους. Την κοίταξε για ένα λεπτό, τα γόνατά του λύγισαν, φοβήθηκε από την ησυχία της ψυχής της και έφυγε τρέχοντας.

Τα φυλλάδια γέμισαν με την φωτογραφία της. Εκείνος παρακολουθούσε πίσω από το σκονισμένο παράθυρο, κρυμμένος σαν το μυρμύγκι. Κάποια στιγμή, κόσμος μαζεύτηκε πολύς, την βρήκαν, άλλοι την κοιτούσαν με ένα ειρωνικό βλέμμα κι  άλλοι την κατηγόρησαν.  Την ήξεραν. Ήταν για αυτούς μια ξετσίπωτη, μια ξιπασμένη. Ξεβρώμισε ο τόπος έλεγαν και ξαναέλεγαν. Κανείς δεν στεναχωρήθηκε από τον άδικο χαμό της, μόνο εκείνος δάκρυσε και σκούπισε την υγρασία από το μάγουλο με ένα κομμάτι της κουρτίνας.

Καμπουριασμένος, γεμάτος αγανάκτιση, έκρυψε το πρόσωπό του με τα λεκιασμένα από το αίμα της χέρια του για να μην βλέπει, να μην ακούει, να μην αισθάνεται. Κι όμως καταβάθος την αγαπούσε, μόλις ξεψύχισε εκείνη ξεψύχισε και αυτός. Ήταν ένα λάθος, ένα λάθος. Δεν ήθελε να ξεριζώσει τα σπλάχνα της, την ήθελε, αλλά εκείνη ήθελε να πάει στον άλλον, το ένιωθε κάθε φορά που την συναντούσε ότι τον απέφευγε, δεν άντεχε άλλο όλη αυτήν την απόρριψη, άνηκε μόνο σε εκείνον, σε εκείνον.

Νύχτωσε. Η πλατεία μπροστά από το σπίτι εκείνου είχε πια αδειάσει. Όλοι είχαν πάει σπίτι τους να πλαγιάσουν, να ξεκουραστούν. Μόνο εκείνος ήταν ανήσυχος, είχε ακουμπήσει πάνω στον ξεθωριασμένο τοίχο και κοιτούσε με πρησμένα μάτια τον άδειο δρόμο. Ξαφνικά όλα μεγάλωσαν μπροστά του, έγιναν πελώρια, ασυνείδητα άπλωσε το χέρι για να προστατευτεί από το τοπίο που τόσο απελπισμένα τον κατηγορούσε. Έκανε πίσω, σκόνταψε και βρέθηκε μπρούμητα πάνω στο βρώμικο από καιρό χαλί. Φοβήθηκε. Το κορμί του άρχισε να σπαρταρά, χρειαζόταν ένα τσιγάρο. Να ησυχάσει.

Ο καπνός ανέβηκε μέχρι την οροφή του μικρού του δωματίου και σχημάτισε το κορμί της. Τα μάτια της, τα χείλη της, του φώναζαν να τον συναντήσουν, σηκώθηκε, προσπάθησε να την πιάσει αλλά εκείνη διαλύθηκε μεμιάς. Άναψε και άλλο τσιγάρο, κι άλλο, κι άλλο. Την έχανε όμως συνέχεια. Την ήθελε τόσο πολύ απόψε. Σωριάστηκε κουρασμένος πάνω στο πάτωμα και έκλαψε ξανά.

Πλησίασε το συρτάρι, το τελευταίο που έβαζε τα εσώρουχά της όταν κοιμόταν σπίτι του. Το άνοιξε και έπιασε ένα από αυτά. Το έχωσε μέσα στα ρουθούνια του και έσβησε τα μάτια του για να ταξιδέψει κοντά σε εκείνη. Πέρασαν έτσι κάμποσα λεπτά, ύστερα με αδειασμένη σκέψη και κρατώντας το εσώρουχό της στα τρεμάμενα χέρια του, άνοιξε την εξώπορτα και ξεχύθηκε στους άδειους δρόμους. Χωρίς να το καταλάβει πήγε εκεί που την άφησε. Ένα χαμόγελο γλύστρησε από τα χείλη του για μια μονάχα στιγμή. Νόμισε ότι την είδε. Ήταν εκεί και τον περίμενε. Ξάπλωσε μαζί της και κοιμήθηκε αποκαμωμένος.

 Όταν ξύπνησε ήταν ακόμα νύχτα. Σηκώθηκε και οδήγησε τα κουρασμένα μέλη του κορμιού του ξανά πίσω στο σπίτι του. Άνοιξε το ραδιόφωνο και μπήκε στο μπάνιο να ρίξει νερό στα μούτρα του. Καψουροτράγουδα ακούγονταν από το σταθμό που είχε πιάσει. Ξαφνικά το πρόγραμμα διακόπηκε, για ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων. "Βρέθηκε ο δολοφόνος της σφαγμένης γυναίκας" είπαν. Γύρισε το μοχλό της βρύσης και κοίταξε το μουσκεμένο του πρόσωπο στον καθρέφτη. Μα πως ήταν δυνατόν. Αφού αυτός ήταν εδώ. Τέντωσε τα αυτιά του για να ακούσει λεπτομέρειες. Είχαν πιάσει τον άλλο. Εκείνον που αγαπούσε εκείνη. Πιότερο από τον ίδιο.

Τύψεις τον περικύκλωσαν και του ζητούσαν δικαίωση. Δίσταζε αλλά έπρεπε να το κάνει. Το ήξερε. Με βαριά βήματα πλησίασε το κρεββάτι, έβγαλε το ραδιόφωνο από την πρίζα, έβαλε μια καθαρή άσπρη φανέλα και πήρε πάλι τους δρόμους. Αυτή τη φορά όμως είχε ένα προορισμό, ένα στόχο. Πλησίασε δύο αστυνομικούς, τους τα είπε όλα και παραδόθηκε. Με μουδιασμένο πρόσωπο οδηγήθηκε στον ανακριτή, όσο και να φώναζε για την αγάπη του, εκείνη χανόταν μπροστά στο φονικό που είχε κάνει. Οδηγήθηκε στη φυλακή μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή του, αλλά δεν τον ένοιαζε. Γνώριζε πια ότι ζούσε μόνο για εκείνη. Θα την συναντούσε ξανά πολύ γρήγορα.

Ένα βράδυ, στο κελί του, έβγαλε από την τσέπη του το εσώρουχό της, το κράτησε σφιχτά μέσα στην παλάμη του, έσφιξε τα δόντια του και περίμενε. Δεν άργησαν. Ήρθαν σχετικά γρήγορα. Κι έπεσαν όλοι πάνω στο κορμί του, να το καταβροχθίσουν. Θα ήταν τουλάχιστον δέκα από δαύτους. Οι φρουροί ήταν στον καμπινέ για την ανάγκη τους. Δεν έλειψαν παρά μόνο λίγα λεπτά. Ήταν αρκετά όμως για να την συναντήσει. Της έγνεψε αλλά εκείνη έκανε πίσω. Τον κοίταξε με ένα βλέμμα όλο παράπονο και διαλύθηκε η θωριά της μεμιάς. Έμεινε πάλι μόνος, ακόμα και στην κόλαση, μόνος. Δεν μπόρεσε τελικά να προλάβει, τη νύχτα που έφυγε εκείνη.


1997 & 2012 Λίνα Μυλωνά













Σχόλια