Εφήμερες αγάπες


1

Και μετά ήρθε η ομίχλη στη ζωή μας. Τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο. Ξεχαστήκαμε και οι δυο στο μονοπάτι της καριέρας μας και αφήσαμε τη ζωή να μας ποδοπατήσει. Σπάνια βλεπόμασταν και πιο σπάνια μιλούσαμε. Κάποια στιγμή πρέπει να κουραστήκαμε να κρυβόμαστε και ξεκινήσαμε πάλι από την αρχή.
          Έτσι βρέθηκα να μένω μόνη σε ένα ημιυπόγειο δυάρι στο Γαλάτσι, σε μια κάθετο της οδού Πρωτοπαπαδάκη. Εκείνος χάθηκε σε μια νύχτα, δεν άκουσα ποτέ ούτε που μένει ούτε αν ζει ή αν πέθανε. Σαν να μην υπήρξε, τον ρούφηξε το σκοτάδι και χάθηκε και η μορφή του από τη ματιά μου με τον καιρό.
          Εκείνη την εποχή η δουλειά μου πήγαινε καλά αλλά δεν είχα χρόνο να ψάξω για καλύτερο σπίτι. Όλο το άφηνα για αργότερα, όταν θα είχα περισσότερο χρόνο. Κάτι που δεν συνέβη ποτέ. Το δυάρι έγινε το σπίτι μου για πάνω από δέκα χρόνια χωρίς ποτέ να παραπονεθώ που έσταζαν οι τοίχοι από την υγρασία ή που ξύπναγαν οι από πάνω από τα χαράματα και πήγαιναν πέρα δώθε.
          Με λιγοστά πράγματα στην αρχή έγινε η φωλίτσα μου. Έτσι και αλλιώς μόνο για ένα ύπνο βρισκόμουν εκεί και για ένα ζεστό μπάνιο. Τίποτα άλλο. Ακόμα και τους γκόμενους που απέκτησα αργότερα σε ξενοδοχείο τους πήγαινα. Σα να ντρεπόμουνα για τη φωλίτσα μου, πλήρωνα και για το δωμάτιο χωρίς να εξηγώ πολλά. Μετά όμως με κούραζε η κατάσταση αυτή να είμαι συνέχεια από κάτω και έφευγα μακριά τους. Για πόσο καιρό όμως;
          Κάποτε κι εγώ κόλλησα. Ναι μάλιστα, κόλλησα με κάποιον και δεν μπορούσα να σκεφτώ πια λογικά. Σα να ήρθε πάλι μια ομίχλη μόνο που αυτή τη φορά διέκρινα μόνο εκείνον. Όλα τα άλλα σα να είχαν διαγραφεί. Ο Τάκης μπήκε στη ζωή μου μέσω της δουλειάς. Μου τον σύστησε μια συνεργάτιδα για τον καλύτερο προγραμματιστή που έχει γνωρίσει. Δεν θα χάσεις μου είπε, θα σε βοηθήσει πολύ με την ιστοσελίδα σου!
          Όταν απάντησε στο κινητό η φωνή του μου καρφώθηκε στο μυαλό. Μέχρι να έρθει στο γραφείο προσπάθησα πολλές φορές να φανταστώ το πρόσωπό του. Αλλά τζίφος! Εγώ είχα φανταστεί ένα ψηλό μελαχρινό παλικάρι κι εκείνος ήταν κοντός και ξανθός με πράσινα μάτια. Όταν μπήκε μέσα δεν ήξερα που να κρυφτώ, δεν μου άρεσε καθόλου και ας του είχα κλείσει και ραντεβού για καφέ από το τηλέφωνο. Όσο αυτός δούλευε στο κομπιούτερ εγώ σκεφτόμουν φτηνές δικαιολογίες. Ώσπου τελείωσε, άνοιξε το στόμα του, βγήκε πάλι αυτή η καθάρια και απαλή φωνή και ξεχάστηκα.
          Ο καφές δεν πήγε κι άσχημα. Είχε ωραίες ιδέες για κουβέντα και με το λίγο χιούμορ που διέθετε με έκανε συνέχεια να χαμογελώ σα δεκαεξάχρονο. Πως με κατάφερε και πήγαμε και για ποτό σε ένα μπαράκι κοντά στη Λαμπρινή δεν ξέρω. Το αποτέλεσμα; Να πάμε σπίτι μου και να το κάνουμε συνέχεια μέχρι το πρωί. Καθόλου δεν διαμαρτυρήθηκα που δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ ενώ το πρωί είχα πολύ δουλειά. Τίποτα.
          Και αυτό γινόταν συνέχεια. Κάθε δεύτερο βράδυ ερχόταν απρόσκλητος σπίτι μου. Έμπαινε μέσα, με άρπαζε και με πήγαινε στο κρεβάτι. Κι εγώ ακολουθούσα κάθε του επιθυμία χωρίς σκέψη. Αν τον ερωτεύτηκα; Δεν ξέρω. Ακόμα και σήμερα δεν ξέρω. Οι άνθρωποι είναι περίεργες μηχανές τελικά. Έρχεται κάποιος σου βρίσκει ένα κουμπί, το πατά συνέχεια μέχρι να χαλάσει. Γιατί χάλασε τελικά.
          Ένα βράδυ δεν ήρθε. Εγώ είχα πια συνηθίσει να έρχεται και τον περίμενα με ανοιχτές αγκάλες. Χωρίς συζητήσεις πέφταμε κατευθείαν στο κρεβάτι και το πρωί χωρίζαμε για τις δουλειές μας. Δεν τηλεφωνιόμασταν ποτέ. Πάντα ξέραμε…
          Τρελάθηκα. Πως δεν έφαγα τους τοίχους, τα πατώματα, τις πόρτες. Το κινητό του κλειστό, απενεργοποιημένο. Δεν ήξερα καν που μένει, ούτε που δουλεύει. Στην αρχή θύμωσα, αγρίεψα, έκλαψα. Μετά σα ψόφιο κορμί πεταμένο στα σκουπίδια, σηκώθηκα, άνοιξα την πόρτα, κοίταξα αριστερά, δεξιά, τίποτα. Δεν θα ερχόταν σήμερα. Γιατί, όμως; Τι του έκανα; Μήπως κάτι του έτυχε; Λες κανένα ατύχημα; Ωχ Θεέ μου. Βοήθα με να ξεπεράσω αυτή την νύχτα…
         
2

          Το πρωί με βρήκε κλαμένη με μούσκεμα τα μαξιλάρια μου. Εκείνος πουθενά όλη την νύχτα. Σιγή. Ούτε κουβέντα. Εγώ ήθελα να τρέξω, να πάω να τον βρω. Αλλά φοβόμουν ότι αν έφευγα και ερχόταν και δεν με έβρισκε θα στεναχωριόταν. Και έτσι κάθισα σπίτι μου, μάλλον δεν κάθισα, πήγαινα πέρα δώθε με ένα τσιγάρο στο στόμα, με ένα άλλο στο χέρι και με ένα άλλο στο τασάκι. Το μαλλί σηκωμένο από την απελπισία, το στομάχι γουργούριζε συνέχεια αλλά εγώ εκεί. Απεργία πείνας μέχρι να έρθει. Το είχα αποφασίσει. Ήθελα μόλις έρθει να με λυπηθεί και να μην ξαναφύγει.
          Είχε πάει εννιά η ώρα και εγώ κολλημένη στο κρεβάτι. Αν δεν ήταν η Αυγή στο τηλέφωνο να με παρακαλεί να πάω στο γραφείο, ακόμα εκεί θα ήμουν. Τον περίμενα. Τον περίμενα και δεν ήθελα να φύγω. Στο δρόμο νόμιζα ότι όλοι με κοιτούσαν. Όλοι πρέπει να ήξεραν ότι εκείνος δεν ήρθε, δεν φάνηκε, δεν τον είδα. Ακόμα και η Αυγή πρέπει να το ήξερε. Πρόσεξα πως με κοιτούσε, με περιεργαζόταν. Είμαι σίγουρη ότι ζηλεύει. Μόλις τελειώσω τη δουλειά θα της πω για τον Τάκη και πόσο καλά πέρασα εχθές.
          Πως τρελαίνεται τελικά ο άνθρωπος! Όλα μου έφταιγαν, οι άνθρωποι μου έφταιγαν, το αυτοκίνητό μου έφταιγε, η κίνηση μου έφταιγε, οι πελάτες μου έφταιγαν. Εκείνος δεν μου έφταιγε, αλλά που ήταν; Φοβόμουν. Φοβόμουν να ρωτήσω οποιοδήποτε που να ήξερε. Ακόμα και την Αυγή. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Μόνο εκείνον. Όλοι το πρόσεξαν στη δουλειά και με ρωτούσαν τι έχω. Στο τέλος το αφεντικό μου είπε να φύγω. Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς μου είπε και αύριο μέρα είναι. Η δουλειά εδώ δεν τελειώνει ποτέ, συμπλήρωσε. Έφυγα.
          Δεν μπορούσα ούτε το κλειδί στη πόρτα του αυτοκινήτου να βάλω. Έτρεμα. Η καρδιά μου χτύπαγε δυνατά. Το μέτωπο ιδρωμένο, οι μασχάλες μου μύριζαν ήδη. Άκουγα τα δόντια μου που έτριζαν όταν μπήκα μέσα. Έβαλα εμπρός και προσπάθησα να οδηγήσω. Πήγαινα με πρώτη στην αρχή από το τρέμουλο. Μετά ανέβασα ταχύτητα και μόλις βγήκα στην Κύμης έτρεχα με 120 χιλιόμετρα.  Ανυπομονούσα να φτάσω σπίτι μου. Μπορεί να έρθει σήμερα, καθησύχασα τον εαυτό μου. Σήμερα θα έρθει. Είμαι σίγουρη.
         
3

Το βράδυ με βρήκε στην ίδια κατάσταση με τη χθεσινή νύχτα. Ράκος ασήκωτο έγινα. Το δάκρυ δεν σταμάταγε ούτε λεπτό. Μα τι μου συνέβη; Γιατί τέτοιος πόνος για τον Τάκη; Ούτε καλά καλά τον ήξερα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάλεσα ξανά το νούμερο του Τάκη στο κινητό μου αλλά τίποτα. Απενεργοποιημένο! Τώρα ήμουν σίγουρη ότι κάτι κακό του συνέβη. Δεν θα έκλεινε το κινητό του έτσι στα καλά καθούμενα μόνο για να μην τον βρίσκω εγώ.  Κάτι άλλο είχε συμβεί.
Το μυαλό μου πήγαινε να σπάσει. Να πάρω τη μάνα του σκέφτηκα, τον πατέρα του, όποιον ήξερα. Αλλά την ώρα που έψαχνα για τηλέφωνα, μέσα στη θολούρα μου, ένα φως ξαφνικά φάνηκε από το πουθενά, μια μικρή σχισμή στο μυαλό μου που μου είπε ότι δεν ήξερα τίποτα για αυτόν τον άνθρωπο. Εκτός από τη δουλειά του και το κινητό του, δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ για τίποτα. Δεν ήξερα ούτε που μένει, ούτε αν έχει γονείς, ούτε που δουλεύει, τίποτα.
Άρχισα να ουρλιάζω από απελπισία. Τα έβαλα με τον εαυτό μου και τη μεγάλη ανοησία μου να μην τον ρωτήσω για τίποτα. Πως άφησα έτσι τα πράγματα να κυλήσουν, πως τον εμπιστεύτηκα τόσο πολύ, πως ήμουν τόσο σίγουρη για τα αισθήματά του, δεν ξέρω. Δεν μπορούσα να σκεφτώ λογικά, το έβλεπα, σε λίγο θα τρελαινόμουν, έπρεπε να κάνω κάτι. Άνοιξα την ντουλάπα μου, αμέσως μου έκλεισε το μάτι εκείνο το κόκκινο φόρεμα που είχα αγοράσει πριν χρόνια και το φόραγα σε τέτοιες περιπτώσεις, για να μου ανεβάσει το ηθικό. Αφού το φόρεσα έβγαλα από τη ντουλάπα και εκείνες τις ψηλές μαύρες φιγουράτες μπότες με το ψιλό τακούνι. Ήμουν σκέτη τρέλα. Αφού δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για τον Τάκη, μπορούσα να βγω να ξεσκάσω, να τον ξεχάσω έστω για σήμερα το βράδυ.
Η νύχτα ήταν λίγο κρύα, κοίταξα ψηλά αλλά από τα σύννεφα δεν διέκρινα τα αστέρια, ακόμα και ο ουρανός μαύρος σαν τη ψυχή μου, σκέφτηκα. Αποφάσισα να μην πάρω το αυτοκίνητο, μια βόλτα με τα πόδια θα ξεσκόνιζε τις σκέψεις μου και θα ξεκαθάριζε το τοπίο που λεγόταν Τάκης. Ποιος ήταν αυτός ο Τάκης που με έκανε να χάσω τα λογικά μου έτσι ξαφνικά; Τι τελικά τόσο μεγάλο μου είχε προσφέρει ώστε να κρύβομαι πίσω και από τη λογική μου; Την απάντηση την πήρα λίγα μέτρα μετά που βαρέθηκα να περπατάω, είχα και καιρό να βάλω και τις ψηλές τις μπότες και αναγκάστηκα να πάρω ταξί, λαχανιασμένη.
Μόλις κάθισα στο μπροστινό κάθισμα, ούτε που τον κοίταξα τον οδηγό, έβγαλα το κινητό και κάλεσα για μια τελευταία φορά το νούμερο του Τάκη. Και βέβαια πάλι απενεργοποιημένο! Δεν άντεχα τόση απόρριψη και είπα στην οδηγό να με πάει στην Γλυφάδα, όλο και κάποιο μαγαζί θα ήταν πήχτρα σήμερα γιατί είχα ανάγκη από κόσμο, πολύ κόσμο.
Στον δρόμο που πηγαίναμε, το βλέμμα μου ήταν συνέχεια έξω, στα πεζοδρόμια, στους ανθρώπους που πέρναγαν απέναντι στους δρόμους, στα μαγαζιά που ήταν ανοιχτά, στα μαγαζιά που ήταν κλειστά και ούτε μια στιγμή δεν πρόσεξα το βλέμμα του που είχε κολλήσει στα πόδια μου. Η αλήθεια ήταν ότι κάτι είχα καταλάβει αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω γιατί εγώ το βράδυ αυτό είχα μάτια μόνο για την απουσία του Τάκη.
          Και καλά το βλέμμα, το χέρι.. που το βάζεις αυτό το χέρι που ήρθε και βολεύτηκε πάνω στο γόνατό μου; Άχνα όμως εγώ, έκανα πως δεν καταλάβαινα. Και όσο δεν καταλάβαινα εγώ τόσο το χέρι ανεβοκατέβαινε στο πόδι μου. Και σιγά σιγά άρχισε να μου αρέσει η επαφή αυτή, άρχισε να μου αρέσει να μου δίνουν ξανά σημασία. Δεν ήθελε και πολύ να καταλήξουμε τελικά σπίτι μου και να ξυπνήσουμε το πρωί κάτω από τα παπλώματα, ο ένας από κει και ο άλλος από εδώ.
          Και ξαφνικά κατάλαβα που είχα χάσει την μπάλα τώρα τελευταία. Είχα γίνει εύκολη, δεν έλεγα όχι σε κάτι βιαστικό και λίγο. Και το αποτέλεσμα ήταν εγώ να αποχτήσω συναισθήματα για ένα άλλο άνθρωπο ενώ εκείνος να μην έχει διότι δεν περίμενε ότι έχω. Ήταν σίγουρος ότι ήμουν συνειδητοποιημένη να κάνω αυτό το πράγμα. Να περιμένω όποτε του αλλουνού του καπνίσει να παραθερίζει στη δική μου παραλία χωρίς κόστος. Ιδού το μέγα λάθος, μοίραζα δωρεάν εισιτήρια σε μια παράσταση που είχε τραγικό τέλος.
          Τον ανθρωπάκο που ξύπνησε πλάι μου εκείνο το πρωί τον ξαπόστειλα άρον άρον και πήγα και έκανα ένα ζεστότατο μπάνιο και αφού συνήλθα γύρισα σελίδα και αποφάσισα να γράψω από την αρχή στην επόμενη κάτι που να έχει βάθος και διάρκεια.
          Το δυάρι το ξενοίκιασα και αγόρασα ένα δικό μου καλύτερο σπίτι στον δεύτερο όροφο που είχε και μια ωραιότατη βεράντα. Από εκεί γνώρισα ύστερα τον άντρα μου ο οποίος πότιζε κάτι γλάστρες στην απέναντι ταράτσα μιας παλιάς μονοκατοικίας. Δεν ήθελε και πολύ να αρχίσουμε να μιλάμε για τον καιρό, για τα λουλούδια, για τους γείτονες και σιγά σιγά η μία καλημέρα έφερε την καλησπέρα και η μία καλησπέρα έφερε το τι κάνεις απόψε το βράδυ, και το ραντεβουδάκι εκείνο έφερε το θέλω να σε ξαναδώ και μετά από δύο χρόνια τρεις μήνες και επτά ημέρες ήρθε η μεγάλη ερώτηση «Θες να με παντρευτείς Ελίζα;».
          Κι εγώ χαζή ήμουν να πω όχι;


Μυλωνά Λίνα
Ζάκυνθος, 2009

Σχόλια