Επιστροφή στο χωριό


             Το ανέβασμα της σκάλας της έφερνε πάντα ταχυκαρδίες αλλά φοβόταν να μπει και σε εκείνο το αναθεματισμένο το ασανσέρ. Μια φορά που δοκίμασε, κόπηκε το ρεύμα και μέχρι να την απεγκλωβίσουν έχασε δέκα χρόνια από τη ζωή της.
            Στα εβδομήντα τρία της, ποτέ της δεν φαντάστηκε ότι στα γεράματά της θα ζούσε στην Αθήνα μαζί με τον Παναγή, τον μονάκριβο γιό της και εκείνη την γυναίκα του, που μια καλή κουβέντα δεν άκουσε να βγαίνει ποτέ από το στόμα της. Ο Θεός όμως τις βλέπει τις συφορές της και κάποια μέρα ίσως τις δει και ο γιος της.
            «Φταίει και εκείνος ο ευλογημένος…» μονολόγησε και εκεί όπως κοντοστάθηκε, στην άκρη της μαρμάρινης σκάλας, η ζωή της ολάκερη σα μια χούφτα θάλασσα ξεχύθηκε μπροστά της και της ζήτησε να αφεθεί για λίγο μακριά. Πέρασαν από μπροστά της η χαροκαμένη η μάνα της, τα αδέλφια της, ο Σέργιος και η μικρή Πιπίτσα. Πέρασε και ο Νικόλας της, που άπλωσε το χέρι του και το στρίμωξε μέσα στο δικό της. Τότες δάκρυα φωτιά κύλησαν στα μάγουλα και χάθηκαν μέσα στα χαρακώματα της ψυχής της. Λάβα κόκκινη την πλημμύρισε, τα πόδια της λύγισαν, σφάλισε τα μάτια και ονειρεύτηκε.
            Ονειρεύτηκε την επιστροφή της στο χωριό. Ονειρεύτηκε τον Νικόλα, τον άνδρα που της τάξανε στα δεκάξι της και της τον παρουσιάσανε για πρωτευουσιάνο πού ψάχνε για γυναίκα από τον τόπο του να νοικοκυρευτεί. Τον άνδρα αυτόν θυμήθηκε και χαμήλωσε το βλέμμα της μπροστά στη κορμοστασιά του. Γιατί ήταν λεβέντης ο Νικόλας της. Όλοι είχαν να το πουν και έπιναν κρασί στο όνομά του.
            Ο γάμος τρικούβερτος. Για χρόνια είχαν να το λένε οι κοπελιές που μαζεύονταν ένα γύρω από το πηγάδι του χωριού για να γιομίσουν με νερό τις στάμνες τους. Και όποτε περνούσε από μπροστά τους η Κούλα όλες τους σκύλιαζαν μα συνάμα έναν κακό λόγο δεν είχαν να πουν για το φτωχό αυτό κορίτσι που την τύχη του έφτιαξε τόσο γοργά.
            Τα χρόνια όμως περνούσαν και ο πολυπόθητος υιός δεν ερχόταν. Δεν ερχόταν όμως ούτε και καμιά τσούπρα, να ξεστραβώσουν λίγο τα χείλη τους και να σιάξει λίγο η πίκρα τους. Άρχισαν τότες και τα λόγια στη γειτονιά. Κάτι για «στείρα» έπιασε το αυτί της Κούλας και αμέσως έγινε χαμός.  Δεν χρειάστηκε και πολύ ώρα ώστε να κατέβει στις αυλές και να τις κάνει ούλες να τρέχουν με σηκωμένες τις φούστες τους και να μην προφταίνουν.
            Η Κούλα όλα και όλα δεν ήταν όποια και όποια στο χωριό. Το μέτωπο το είχε καθαρό από τα γεννοφάσκια της και ποτέ της κουβέντα δεύτερη δεν είχε ειπεί για κανέναν.
            Πέρασαν και άλλα τρία χρόνια άκαρπα και για τους δυο. Μέχρις που ο Νικόλας της άρχισε να ξημεροβραδιάζεται σε κάτι κακόφημα μαγαζιά και να κάνει παρέα με εκείνες τις ξετσίπωτες. Μιλιά όμως η Κούλα δεν έβγαζε από τα χείλη της κι ας ήταν η γεύση πικρή από το φαρμάκι που κατέβαινε στο στομάχι της.  Μια και δυο όμως το αποφάσισε να του μιλήσει του ανδρός της, ένα βράδυ…
            Είχε μόλις γυρίσει από τα χωράφια και της είχε ζητήσει μετά το τραπέζι να του ζεστάνει νερό να κάνει μπάνιο. Κόκκινη η Κούλα από το θυμό της πήγε και όλα όσα της ζήτησε τα έκανε. Και ας άλλαξε για δεύτερη φορά εκείνη την ημέρα φανέλα, έκανε την καρδιά της πέτρα και όπως εκείνος άλλαζε και έβαζε καθαρό παντελόνι, τον ρώτησε. «Να ΄ρθω κι εγώ κατά κείθε που πας Νικόλα μου;» .
            Η απάντηση που έλαβε ήταν μία άγρια ματιά κατά του λόγου της και ύστερα σιωπή για δύο μέρες ακόμα. Που να του ξαναμιλήσει του ανδρός της μετά από εκείνο το βράδυ; Σιωπηλή καθόταν σπίτι και έπλεκε και καρτέραγε  πότε θα ακούσει τα βήματα του να διαβαίνουν την αυλή του σπιτιού τους.
            Έτσι πέρασαν οι μήνες και ήρθε εκείνο το καλοκαίρι που τους άλλαξε πορεία στη ζωή τους. Ήταν το καλοκαίρι του ΄68 και έξω είχε λιακάδα. Η Κούλα είχε τη μπουγάδα, εκείνη την αποφράδα ημέρα και θα έμενε ως τη δύση του ηλίου έξω. Τον άνδρα της τον περίμενε μετά τις δώδεκα το βράδυ οπότε δεν την ένοιαζε τι ώρα θα γυρίσει στο σπιτικό της. Ξάφνου όμως, να, και της εμφανίζεται μπροστά της ο Νικόλας λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος.  Δεν έδωσε όμως σημασία και συνέχισε το πλύσιμο στη σκάφη. Ο Νικόλας όμως επέμενε να μπουν στο σπίτι μέσα και να μιλήσουν. Τι να κάνει και αυτή η έρμη ακολούθησε τον άντρα και προστάτη της με χαμηλωμένο το βλέμμα πάντα.
            Αυτά όμως που είχε να τις ξεστομίσει εκείνο το καταμεσήμερο ο Νικόλας δεν το είχε κατά νου, η Κούλα καθόλου. Την βάσταγε να μην λιποθυμήσει όταν της εκμυστηρεύτηκε ότι μία από αυτές τις ξετσίπωτες είχε μείνει έγκυος από το παιδί του και στη γέννα δεν τα κατάφερε και πέθανε. Και ήθελε να το φέρει το μούλικο σπίτι και να το μεγαλώσει αυτή. Μωρέ εκείνη την ημέρα τον πήρε και τον σήκωσε τον Νικόλα. Δεν του χαρίστηκε. Του είπε όλα αυτά που την πλήγωναν και του μήνυσε ότι θα τον εγκατέλειπε. Σήκωσε μπαϊράκι και το ευχαριστήθηκε.
            Μόλις όμως μπήκε μέσα στο δωμάτιό της να μαζέψει τα ρούχα και τα προικιά της, άρχισε να κλαίει με μαύρο δάκρυ και να συνειδητοποιεί ότι εκείνη ήταν που έφταιγε που δεν είχαν παιδί οι δυο τους. Για αυτό έπρεπε να τον συγχωρέσει και να του κάνει το χατίρι. Τι της έφταιγε το ορφανό να το πετάξει σε κανένα ίδρυμα και να μεγαλώσει μακριά από τον πατέρα του; Ούτε καν το είχε δει και το καταδίκαζε στην πλήρη εξορία;
            Μετά από δέκα λεπτά σκούπισε με τη ποδιά της τα κόκκινα από το κλάμα μάτια της και βγήκε έξω με σηκωμένο το κεφάλι και του είπε. «Φέρτο άνδρα μου το ορφανό, κι εγώ θα το μεγαλώσω σα δικό μου, θα το έχω πιότερα και από δικό μου». Ο Νικόλας πως δεν πέταγε από τη χαρά του και κίνησε να φέρει το μωρό.   Μωρέ χαρές που έκανε όταν μπήκε στο σπίτι ξανά και το ακούμπησε στη μέση του κρεβατιού τους.
            Στην αρχή η Κούλα δεν το καλόβλεπε και πολύ, το μικροσκοπικό αυτό αγοράκι που ήρθε και θρονιάστηκε εκεί στη μέση του συζυγικού τους κρεβατιού. Αλλά τι να κάνει; Είχε δώσει τον λόγο της και τώρα έπρεπε να τον τηρήσει μαζί με τον άνδρα της. Στη γειτονιά το περάσανε για δικό της καθώς τους τελευταίους μήνες με τα ξενύχτια του Νικόλα, η Κούλα ντρεπόταν να βγει έξω και να δει πρόσωπο με πρόσωπο καμιά από δαύτες τις κουτσομπόλες της γειτονιάς, οπότε και τους είπε ότι το γέννησε εξαμηνίτικο και δεν τις άφησε να έχουν άλλες αμφιβολίες περί τούτου.
            Ο Παναγής όμως από την αρχή που είδε για πρώτη φορά τη Κούλα, για μάνα του την πέρασε και την είχε πάντα μη στάξει και μη βρέξει. Σε εκείνης τη φούστα έτρεχε και κρυβόταν από κάτω όταν κάτι τον τρόμαζε ή όταν ο πατέρας του τον αγριοκοίταζε γιατί έκανε καμιά ζημιά μέσα στο σπίτι. Κι εκείνη η Κούλα χατίρι δεν του χαλούσε με τον καιρό. Τον είχε για δικό της. Τον αγαπούσε όσο δεν αγάπησε ποτέ άλλη μάνα το παιδί της. Για αυτό όταν έφτασε η ώρα να νοικοκυρευτεί, χαμός έγινε στο σπίτι για άλλη μια φορά.
            Η Κούλα ανένδοτη αρνιόταν να παντρευτεί ο Πανάγος της από τόσο νωρίς. Ούτε τα είκοσι δεν είχε κλείσει ακόμα και αυτός ήθελε αγάπες και προβλήματα στο κεφάλι του. Πως δεν την ξεμάλλιασε τη νύφη της όταν έφτασε στην Εκκλησιά μαζί με τον Πανάγο, ούτε κι εκείνη ξέρει πως ηρέμησε τα νεύρα της εκείνη την ημέρα. Είχε μάθει για την αναπάντεχη εγκυμοσύνη της νύφης της και είχε καταλάβει πως εκείνη τον τύλιξε τον μονάκριβό της. Αλλά και η νύφη της είχε καταλάβει τα αισθήματά της προς εκείνη και είχε συμμαζευτεί, ένα τηλέφωνο δεν την έπαιρνε ούτε καλούσε την πεθερά της ποτέ στο σπιτικό της.  Αυτό την πλήγωνε την Κούλα αλλά και πάλι τι να κάνει. Πως  αλλιώς μπορούσε να χειριστεί αυτό το θέμα.
            Μια και δυο όμως το αποφάσισε. Θα  ‘ριχνε τα μούτρα της για χάρη του γιού της και θα πήγαινε για επίσκεψη. Μάζεψε και τον άνδρα της από το καφενείο, τον έπλυνε, τον έντυσε και πιασμένοι χέρι – χέρι κίνησαν για το διαμέρισμα του Παναγή. Στο δρόμο όμως που πηγαίνανε να σου και τον πιάνει ένας πόνος τον Νικόλα και τον ρίχνει καταγής.  Η Κούλα συφοριασμένη τράβαγε τα μαλλιά της, ξέσκιζε τα ρούχα της και ούρλιαζε σαν να την είχαν κόψει στα δύο. Τι ήταν αυτό που τους βρήκε, ξαφνικά μέσα στη μέση του δρόμου.  Ο Νικόλας με δυσκολία που μπορούσε να αναπνεύσει, κάτι η καρδιά του έλεγε, δεν μπορούσε να καταλάβει κι εκείνη μέσα στη συφορά της. Ειδοποίησαν και ήρθε το ασθενοφόρο, ήρθε και ο Παναγής αναμαλιασμένος και έκλεγε συνέχεια, μέσα στο μαύρο δάκρυ ήταν όλη νύχτα.
            Σαν εκάθησαν μάνα και γιός μετά το τραγικό νέο του θανάτου του Νικόλα, έδεσαν τα χέρια τους γύρω ο ένας από τον άλλο και τα έπλεξαν σαν μια μακριά πλεξούδα και έτσι σιωπηλά υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλο ότι ποτέ δεν θα ξαναχώριζαν, ο κόσμος να χαλάσει. Κι έτσι κι έγινε, όταν ο Παναγής βρήκε μια καλή δουλειά στην Αθήνα, η Κούλα μάζεψε λίγα ρουχαλάκια, πήρε την φωτογραφία του Νικόλα της και έριξε μαύρη πέτρα πίσω της και τον ακολούθησε.
            Τα χρόνια όμως κύλησαν σα νερό από μπροστά της και ποτέ της δεν κατάλαβε πότε βαθιές ρυτίδες κατέκλυσαν το πρόσωπό της, πότε εκείνα τα ασπριδερά τα μαλλιά φώλιασαν στο κεφάλι της, πότε εκείνοι οι πόνοι στην μέση και στα πόδια έγιναν οι στερνοί της φίλοι… Ποτέ της δεν κατάλαβε πως της έλειψε το χωριό της. Κι εκείνο το έρημο το σπίτι της. Το πατρικό της…
            Με μια πίκρα μεγάλη ανέβηκε για άλλη μια φορά εκείνη την ημέρα την μαρμάρινη σκάλα,  κατάπιε το φαρμάκι που κοντοστάθηκε στα χείλη της και κέντησε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της με όση δύναμη της είχε μείνει για να μπει στο διαμέρισμα του Παναγή. Δεν ήθελε να την καταλάβει η νύφη της. Άπλωσε το χέρι για να ξεκλειδώσει την πόρτα και τότες ένα μικρό ράγισμα ακούστηκε από μέσα της, ένα αεράκι πέρασε από μπροστά της και την γαλήνεψε, ένας ψίθυρος την πλησίασε και της γαργάλισε το αυτί. Ο Νικόλας μου είναι, μονολόγησε.
            Και ξεψύχησε.
            Είδε τότες να αποχωρίζεται το σώμα της και να αφήνει πίσω της όσα την πονέσανε και εξακολουθούν να την πονάνε. Είδε τη νύφη της που άνοιξε την πόρτα και έπεσε πάνω της γεμάτο κλάματα και φωνές, είδε και τον Παναγή που γύριζε από την οικοδομή να ανεβαίνει τα σκαλιά δυο – δυο και να την παίρνει μέσα στην αγκαλιά του και να φωνάζει το όνομά της. Είδε και τους γείτονες που κρυφοκοίταζαν από τις γρίλιες των παραθύρων τους, το ασθενοφόρο που ήρθε να την πάρει. Είδε και το χωριό της από ψηλά, διέκρινε το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε και σκέφτηκε ότι η στέγη ήθελε σιάξιμο. Είδε, είδε… και μετά από λίγο δεν έβλεπε πια. Σφάλισε τα μάτια και χάθηκε εκεί ψηλά στον ουρανό.
Έγινε η λεμονιά που φύτρωσε ξαφνικά δίπλα από την ξύλινη πόρτα του σπιτιού της, μεγάλωσε, άνθισε, άπλωσε τα κλαδιά της πάνω στα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα και έγειρε πάνω στο πεζούλι που έχτισε κάποτε ο πατέρας της για να ξαποσταίνουν. Μόνο τότες ηρέμησε η ψυχούλα της και άφησε τον καιρό να γύρει πάνω της και να την ταξιδέψει.


                                                                                                                       Μυλωνά Λίνα
Ζάκυνθος, 2010-2011

Σχόλια