Χριστίνα


Προς την Χριστίνα Αναγνώστου 

Αθήνα 12 Ιανουαρίου 1984

Πέρασαν τέσσερις ατέρμονες ημέρες χωρίς να σε δω. Το παράθυρό σου ερμητικά κλειστό και σφαλισμένο. Άραγε που να βρίσκεσαι αυτές τις ημέρες που καίγομαι για ένα σου βλέμμα. Δεν γνωρίζω κανένα δικό σου άνθρωπο. Δεν ξέρω που να μιλήσω, που να σταθώ. Δεν ξέρω αν ακόμα θα βρεις το γράμμα μου. Νοιώθω δειλός και μόνος.

Αλέξης.



Η Πηνελόπη διάβαζε και ξαναδιάβαζε το γράμμα. «Δεν μπορεί να...» σκέφτηκε χωρίς να τελειώσει, καθώς δύο δυνατοί χτύποι ακούστηκαν στη πόρτα και διέκοψαν τη σκέψη της.
«Άνοιξε Πηνελόπη μου, εγώ η Φούλα είμαι...» ακούστηκε η φωνή της φίλης της χαρούμενη από το διάδρομο. Η Πηνελόπη με γοργά βήματα άνοιξε την πόρτα της κουζίνας, κάθισαν, ετοίμασαν ελληνικό καφέ, όπως τον πίνουν χρόνια τώρα, βαρύ γλυκό με γάλα παρέα με μπόλικα παξιμάδια. Μάλιστα, σταματούν οτιδήποτε κάνουν για να συναντηθούν έστω και δέκα λεπτά και να απολαύσουν τον πρωινό καφέ από τη βεράντα της Πηνελόπης από κει αν ο καιρός είναι καλός βλέπεις καθαρά την Ακρόπολη.
«Έχεις τίποτα; Σιωπηλή είσαι σήμερα...» παρατήρησε η Φούλα βλέποντας την καλύτερη της φίλη αρκετά προβληματισμένη και σκεπτική.
«Έλαβα ένα γράμμα σήμερα που προοριζόταν για την Χριστίνα».
«Από ποιον;»
«Από τον Αλέξη».
«Μη μου πεις ότι το άνοιξες; Τι έγραφε; Πες μου!»
«Μάλλον δεν θα έμαθε για το συμβάν. Αυτό σκεπτόμουν πριν έρθεις».
«Και από πού το συμπεραίνεις αυτό Πηνελόπη μου;»
«Την περιμένει να τον συναντήσει. Άτυχε Αλέξη. Και αυτή η μάνα του τίποτε δεν του είπε; Αφού βούιξε όλη η γειτονιά...»
«Μην την παρεξηγείς Πηνελόπη μου, έλειπε στην Καλαμάτα, για τον γάμο ενός ανεψιού της, εκείνου του ψηλού που είχε έρθει το περασμένο καλοκαίρι και μας τον γνώρισε στη πλατεία του Αγίου Νικόλα. Θυμάσαι;»
«Ναι... κάτι θυμάμαι. Λοιπόν, λέω τότε να περάσω από το σπίτι τους και να τους τα πω όλα όπως έγιναν».
«Είσαι σίγουρη; Εγώ επιμένω να μην πας. Ας τους να το ακούσουν από τη γειτονιά».
«Δεν έχω επιλογή τώρα. Από την στιγμή που διάβασα  το γράμμα του Αλέξη, αναμίχθηκα. Μην πεις τίποτε σε κανέναν. Το βράδυ θα πάω από εκεί να τους συναντήσω. Θα έχει γυρίσει κι ο Αλέξης από τη δουλειά...».
Η Φούλα δεν επέμεινε, άλλωστε δεν είχε συμβεί και τίποτε σοβαρό, κάποια στιγμή θα το μαθαίνανε όλοι. Σηκώθηκε από την καρέκλα που είχε στρογγυλοκαθίσει τόση ώρα, ρούφηξε άλλη μια γουλιά από το καφέ της, τίναξε την άσπρη ποδιά της από τα ψίχουλα που άφησαν τα παξιμάδια που καταβρόχθισε όσο μιλούσαν και κίνησε να φύγει. Την περίμενε μπουγάδα και μαγείρεμα οπότε χαιρέτησε στα γρήγορα τη φίλη της και κατέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά για να φτάσει γρήγορα σπίτι.
«Βέρα άνοιξε, η Πηνελόπη είμαι. Θέλω να σας μιλήσω».
«Τι έγινε Πηνελοπίτσα μου, γιατί τέτοια ώρα από εδώ, συμβαίνει τίποτα;»
«Όχι, τίποτα σημαντικό, δεν θέλω να ανησυχείς, απλώς πρέπει να μιλήσω στον Αλέξη».
«Έκανε τίποτα κακό;"
Με αυτή της την ερώτηση η Βέρα έδειξε πόσο ανήσυχη ήταν με την συμπεριφορά του Αλέξη τον τελευταίο καιρό. Άκουγε διάφορα σχόλια από τη γειτονιά ότι γύριζε κάθε βράδυ σε κακόφημες συνοικίες, μεθούσε και προκαλούσε προβλήματα. Δεν ήξερε το λόγο, αλλά ούτε είχε το θάρρος να του ζητήσει και τον λόγο. Από τότε που πέθανε ο άντρας της, μόνο τον Αλέξη είχε για συντροφιά. Αν τον κακολογούσε, ίσως να τον έχανε. Άλλον έναν χαμό, δεν θα τον άντεχε η καρδιά της. Το μόνο που γνώριζε και είχαν συζητήσει ένα βράδυ δίπλα στη φωτιά ήταν η σχέση του με την Χριστίνα.
«Θα την παντρευτώ μητέρα!» της ανακοίνωσε με χαρά εκείνη τη κρύα νύχτα του Δεκεμβρίου.
«Μα, η Χριστίνα είναι είκοσι χρόνια μεγαλύτερή σου αγόρι μου, μην σκέφτεσαι τέτοια πράγματα. Τώρα έκλεισες τα είκοσι τρία. Σίγουρα αυτή η μέγαιρα τα κάνει όλα».
«Αν την ξαναπείς μέγαιρα, μητέρα, θα φύγω από το σπίτι!»
Αυτά άκουγε η Βέρα και δεν μιλούσε. Άκουγε αλλά δεν μιλούσε.
«Ήρθα να μιλήσω στον Αλέξη για την Χριστίνα».
«Μη μου τη μελετάς, Πηνελόπη, ξέρω. Θέλει να την παντρευτεί».
«Όχι, Βέρα μου, κάτι άλλο συμβαίνει και πρέπει να το μοιραστώ μαζί σου».
«Πες μου, μη με σκας».
Και αυτή τη φορά το βλέμμα της έπεσε πάνω στα χείλη της Πηνελόπης με απορία.
«Η Χριστίνα. Η Χριστίνα.. μας άφησε, Βέρα μου».
«Τι εννοείς, μας άφησε;»
«Δε ζει πια Βέρα μου, την βρήκαν στο μπάνιο με αφρούς να βγαίνουν από το στόμα της. Βούιξε όλη η γειτονιά. Την βρήκε η κοπέλα που της καθάριζε μια φορά την εβδομάδα, ευτυχώς που είχε κλειδί κι έτσι μάθαμε κι εμείς γιατί ήταν εξαφανισμένη τέσσερις μέρες...»
«Μα πως; Τι συνέβη;»
«Δεν έχει ακουστεί ακόμα το αποτέλεσμα της νεκροψίας, αλλά είπαν ότι ήπιε ολόκληρο ποντικοφάρμακο. Το γιατί δεν το έχουμε μάθει ακόμα, παραμένει ένα μυστήριο. Δεν άφησε ούτε γράμμα ούτε τίποτα, συγγενείς δεν έχει...» και  αναστενάζοντας γύρεψε το πόμολο για να φύγει, δεν μπορούσε άλλο να καθίσει εκεί, δεν της έκανε καλό αυτή η κουβέντα τελικά, αλλά της διέκοψε τη φόρα η Βέρα.
«Ο Αλέξης. Ο Αλέξης μου το ξέρει;»
«Για αυτό ήρθα Βέρα μου. Ο Αλέξης σήμερα της έγραψε ένα γράμμα και από το περιεχόμενό του συμπέρανα ότι δεν γνωρίζει τίποτα ακόμα».
«Και πως βρέθηκε στα χέρια σου το γράμμα; Δεν καταλαβαίνω».
«Όπως ξέρεις μένω ακριβώς από κάτω από την Χριστίνα. Το έβαλε μάλλον καταλάθος κάτω από τη πόρτα μου».
«Πόσο λυπάμαι Πηνελόπη μου. Μπορεί να μην την ήθελα για νύφη μου αλλά δεν μου έφταιγε και σε τίποτα η γυναίκα κι ας είχαμε σχεδόν την ίδια ηλικία».
«Οπότε σε αφήνω να συζητήσεις με τον Αλέξη όταν γυρίσει».
«Αχ Πηνελόπη μου θα σου ήταν δύσκολο να τον βρεις εσύ και να του τα πεις;»
Για μια στιγμή δίστασε... Τι θα μπορούσε να πει εκείνη στον Αλέξη; Μια, το πολύ δυο φορές συναντήθηκαν τα βήματά τους, όλες τις άλλες φορές ήταν μια φιγούρα της γειτονιάς όπως κι όλες οι άλλες. Δεν είχε δώσει σημασία στο γιο της Βέρας. Άλλωστε κι εκείνη αν τελικά είχε παντρευτεί τότε που της προξενεύανε τον Χαρίλαο, θα είχε παιδιά και μάλιστα στην ηλικία του Αλέξη. Αλλά όλα αυτά πέρασαν και τώρα είναι μόνο μια μακρινή ανάμνηση. Έτσι, χωρίς να πιστεύει τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα της, είπε:
«Εντάξει Βέρα μου. Στο υπόσχομαι. Καλό σου βράδυ».



Προς την Χριστίνα Αναγνώστου

Αθήνα, 13 Ιανουαρίου 1984

Πέντε ημέρες πέρασαν χωρίς ένα μήνυμά σου. Γιατί μου κρύβεσαι Χριστίνα; Δεν θα αντέξω τη μοναξιά αυτή που με πληγώνει. Άνοιξε το παράθυρό σου μόνο να δω το χαμόγελό σου. Μου λείπεις. Γιατί με κλειδώνεις έξω από τη ζωή σου;
Σε αγαπώ πολύ και θα σε περιμένω.
Πάντα δικός σου.

Αλέξης.


«Μεγάλες φουρτούνες, προβλέπω Φούλα μου» είπε αναστενάζοντας η Πηνελόπη καθώς κρατούσε με το ένα χέρι τον καφέ και με το άλλο βασταζόταν από το τραπέζι γιατί δεν μπορούσε να κάτσει με όλο της το βάρος στη καρέκλα. Κάτι την ενοχλούσε, αλλά δεν ήξερε τι.
«Γιατί Πηνελόπη, τι συμβαίνει;» ρώτησε η Φούλα.
«Ο Αλέξης έστειλε και άλλο γράμμα. Φοβάμαι όμως να του αποκαλύψω την αλήθεια. Είναι τόσο ερωτευμένος που φοβάμαι ένα μεγαλύτερο κακό».
«Και τι μπορείς να κάνεις εσύ;»
«Θα του γράψω ένα γράμμα».
«Μουρλάθηκες Πηνελόπη; Καλύτερα να του το πεις παρά να του γράψεις για το θάνατο της Χριστίνας. Άσε που δεν ξέρουμε τι τελικά συνέβη».
«Μα δεν θα του γράψω για την Χριστίνα».
«Αλλά τι;»
Εκείνη την ώρα η Φούλα έμεινε κατάπληκτη με την φίλη της. Ποτέ στο παρελθόν δεν την θυμόταν να έχει τόσο θάρρος, να παίρνει πρωτοβουλίες και μάλιστα τόσο δυνατές. Πάντα μόνη της, με τις γάτες της δεν μπόρεσε ποτέ να κρατήσει μια σχέση, ούτε ένα δεσμό διότι ποτέ δεν εξέφραζε ότι αισθανόταν. Ήταν πάντοτε τόσο απομονωμένη στον κόσμο της. Παραμελημένη από τις δικές της επιθυμίες και τα θέλω. Χτυπημένη από τις δικές της τις κακοτοπιές. Γύριζε πάντοτε την πλάτη σε ότι δεν καταλάβαινε και δήλωνε πιστή στις δικές της αρχές και παραδόσεις.
«Θα του γράψω μια απάντηση Φούλα μου. Και θα υπογράψω ως Χριστίνα!»
Η Φούλα έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Η Πηνελόπη από την άλλη, την έδιωξε άρον-άρον από το σπίτι και άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου της όπου φυλούσε μολύβια και χαρτιά. Άρπαξε μια κόλλα και ένα μολύβι, κάθισε στη βεράντα, αλλά οι λέξεις δεν έρχονταν στο μυαλό της. Δεν ήξερε ούτε τον Αλέξη καλά ούτε την Χριστίνα. Ήξερε μόνο ότι είχαν μια σχέση αλλά τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους δεν μπορούσε να το γνωρίζει. Σκέφτηκε να γράψει λόγια αγάπης αλλά το μετάνιωσε γρήγορα. Μετά, να γράψει ότι λείπει για δουλειές ή για διακοπές αλλά κι αυτό δεν ήταν πιστευτό, αφού η Χριστίνα ζούσε από τη σύνταξη του πατέρα της ως άγαμη θυγατέρα και δεν την είχαν δει ποτέ να φεύγει για να παραθερίσει. Οι σκέψεις πίεζαν το μυαλό της, το μολύβι είχε υγρανθεί από τα ιδρωμένα της δάχτυλα, το χαρτί γέμισε ξαφνικά θολά σχήματα...
Η Πηνελόπη έκλαιγε για πρώτη φορά στη ζωή της για όλα αυτά που είχαν συμβεί σε εκείνη από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Έκλαιγε για τον άτυχο πατέρα της που χάθηκε άδικα στα κύματα, έκλαιγε για τη μάνα που δε γνώρισε ποτέ, έκλαιγε για κοντινούς ανθρώπους που δεν είχε, έκλαιγε και για τα χρόνια που την προσπέρασαν...




Προς τον Αλέξη Παπαδάκη,

Αθήνα, 14 Ιανουαρίου 1984

Αγαπημένε μου Αλέξη, συγχώρα με. Δεν είμαι σε θέση να με δεις και να σου μιλήσω. Πολύ σύντομα όμως... θα βρεθώ και πάλι στη ζεστή αγκαλιά σου...

Χριστίνα.


«Και τώρα τι κατάλαβες;» ρωτούσε θυμωμένα η Φούλα.
«Τουλάχιστον θα σταματήσει να στέλνει γράμματα μέχρι να μάθει την αλήθεια» της απάντησε χωρίς να την κοιτάζει η Πηνελόπη.
«Μα του έδωσες ελπίδες...»
«Του έδωσα χρόνο, τίποτα άλλο».
«Του υποσχέθηκες και την αγκαλιά σου»
«Δεν υποσχέθηκα τίποτα. Υπέγραψα ως Χριστίνα».
«Δεν φοβάσαι να το μάθει η γειτονιά;»
«Θα το ξεχάσει όπως ξεχνάει και όλα τα άλλα που συμβαίνουν μέχρι να γίνει κάτι καινούριο».
«Η Βέρα... Η Βέρα ξέρει! Αν του πει...»
«Δεν θα του πει τίποτα. Φοβάται μη τον χάσει. Θα τον δει χαρούμενο και θα ησυχάσει».
«Τι να σου πω Πηνελόπη μου, άγρια πράγματα αυτά που κάνεις. Και περίεργα... τι σου ήρθε τώρα να γράψεις γράμμα, ποια είσαι εσύ που του απαντάς;»
Η Πηνελόπη μπήκε τρέχοντας μέσα στη κάμαρά της και αμπάρωσε την πόρτα. Δεν είχε σκοπό άλλο να συνεχίσει αυτή τη κουβέντα. Ότι έγινε, έγινε. Δεν είχε να δώσει λόγο σε κανέναν. Το δωμάτιο γύρω της φαίνονταν μουντό τώρα. Είχε χάσει το χρώμα του. Λες και δεν είναι πια ροζ η κουβέρτα ούτε γαλάζια η κουρτίνα. Η αναπνοή της γινόταν τώρα πιο δύσκολη. Η καρδιά της χτυπούσε πιο δυνατά. Όχι. Δεν θα φώναζε τη Φούλα. Θα ξάπλωνε να ηρεμήσει. Πήρε αγκαλιά το μαξιλάρι της και κουκουλώθηκε. Εκεί, μέσα στη γλυκιά ζεστασιά των σκεπασμάτων, ήρθε η μορφή του Αλέξη.  Της  χαμογελούσε και της έγνεφε να τον ακολουθήσει. Το κάτω χείλος της έκανε κι αυτό μια κίνηση, έτοιμο να ανταποδώσει, αλλά τα ουρλιαχτά της Φούλας την σταμάτησαν...
«Πηνελόπη! Πηνελόπη, άνοιξέ μου τη πόρτα. Συγνώμη για όσα σου είπα. Συγχώρα με αν σε πίκρανα, σε παρακαλώ...»
Της άνοιξε και σφιχταγκαλιάστηκαν. Και κακή κουβέντα δεν αντάλλαξαν και πάλι.



Προς την Χριστίνα Αναγνώστου

Αθήνα, 15 Ιανουαρίου 1984

Ομορφιά μου, όνειρό μου γλυκό, σε ευχαριστώ που μου απάντησες. Το γράμμα σου φυλαχτό το έκανα και το εναπόθεσα στη καρδιά μου. Ότι κι αν συμβαίνει, εγώ θα σε περιμένω. Όσες ζωές κι αν περάσουν, εγώ ακόμα θα σε περιμένω. Τόσο πολύ σε αγαπώ!
Θα φύγω κι εγώ για λίγες μέρες εκτός Αθηνών και θα τα πούμε όταν γυρίσω. Φιλιά πολλά.

Αλέξης.


«Αυτός ο Αλέξης!» μονολόγησε η Πηνελόπη.
Μα τι λόγια είναι αυτά που λέει ένα εικοσιτριάχρονο αγόρι, πόσο ώριμο τολμά να είναι. Ευτυχώς, που θα λείψει ορισμένες μέρες και θα ξεχαστεί για λίγο το θέμα.
Κανένας άντρας μέχρι τώρα δεν είχε αγγίξει τόσο πολύ τις ευαίσθητες χορδές της. Ζούσε την καθημερινότητα όπως όλοι οι άνθρωποι χωρίς να περιμένει τίποτα μεγάλο, τίποτα ξεχωριστό. Εξοφλούσε τους λογαριασμούς, έραβε φορέματα για να βγάζει το προς το ζην, έπινε καφέ με τη Φούλα, παρακολουθούσε τις ειδήσεις στην τηλεόραση, ψήφιζε ότι ψήφιζαν όλοι, έκανε διακοπές στο Λουτράκι κάθε χρόνο στο ίδιο μέρος και τίποτα άλλο. Αυτή ήταν η ζωή της, πάντα μετρημένη και συντηρητική. Τώρα όμως της φαίνονταν παράλληλα αχρωμάτιστη και συνάμα άνοστη. Τι να την κάνεις τη ζωή χωρίς έρωτα, χωρίς κάποιον να σε περιμένει στη πόρτα όταν γυρίσεις, χωρίς φωνές και δάκρια, χωρίς γέλια και χαρές, χωρίς εκπλήξεις και σχέδια;
Άνοιξε την ντουλάπα της και για μια στιγμή της φάνηκε ξένη. Ποιανής ήταν αυτές οι μακριές γεροντίστικες φούστες, ποιανής ήταν αυτά τα γκρι πουκάμισα με τις μαύρες βούλες; Άραγε, τα παπούτσια αυτά, τα χιλιοφορεμένα και ολίγο σκισμένα, ήταν δικά της; Από πότε είχε να πάει στα μαγαζιά, να κοιτάξει τον εαυτό της στους καθρέφτες, να βάψει τα νύχια της, να χάσει τα κιλά  που τη συντρόφευαν τόσα χρόνια;
Το σώμα της τώρα ήταν γυμνό. Τα ρούχα ήταν όλα κάτω αφημένα. Είχε ανοίξει το φύλλο της ντουλάπας που είχε εσωτερικό ολόσωμο καθρέφτη και περιεργαζόταν τον εαυτό της. Τα σαράντα της χρόνια είχαν θερίσει το κορμί της. Μαύρες σακούλες είχαν στεριώσει κάτω από τα μάτια της, ραγάδες και κυτταρίτιδα από τις αυξομειώσεις του βάρους είχαν εγκατασταθεί στη κοιλιά και τα πόδια της. Το στήθος της είχε χάσει το νεανικό του σφρίγος και το βλέμμα της κατέβηκε στο αιδοίο της που δεν είχε φιλοξενήσει ποτέ κανέναν. Αμέσως, ντράπηκε και φόρεσε τη φαρδιά νυχτικιά και κουκουλώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Έσβησε το φως και εκεί μέσα στο σκοτάδι, η παρουσία του Αλέξη ήταν πάλι αισθητή.  Αυτή τη φορά καθόταν δίπλα της και την κοιτούσε, της ψιθύριζε λόγια αγάπης και της χάιδευε τα λυμένα μαλλιά της.
«Χριστίνα μου... πόσο μου λείπεις» της είπε.
Άπλωσε κι εκείνη το χέρι της να τον αγγίξει. Τα δάχτυλά της όμως δεν τον έφταναν ποτέ. Όσο τεντωνόταν για να τον πλησιάσει, τόσο πιο πολύ μακριά χανόταν η φιγούρα του Αλέξη, μέχρι που έγινε το παγερό αεράκι που κρυφόμπαινε από τα πατζούρια και ευθύς χάθηκε.
Το μεθεπόμενο πρωί μόλις ξύπνησε, είδε κάποιον να προσπαθεί να της περάσει κάτι από τη πόρτα...





Προς την Χριστίνα Αναγνώστου

Αθήνα, 18 Ιανουαρίου 1984

Γύρισα καρδιά μου και ανυπομονώ να χωθώ και πάλι στην αγκαλιά σου. Μου έλειψαν τα χάδια σου και τα φιλιά σου. Σε σκεφτόμουν κάθε λεπτό της ημέρας. Δεν μπορούσα ούτε τη δουλειά μου να κάνω. Γύρισα γιατί δεν αντέχω άλλο μακριά σου... είμαι απέξω και σε περιμένω να ανοίξεις.


Αλέξης.



Κρύος ιδρώτας έλουσε την Πηνελόπη. Ο Αλέξης ήταν αυτή τη στιγμή έξω από τη πόρτα της και περίμενε να του ανοίξει. Προσπάθησε να μην κάνει φασαρία και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Τώρα; Πως θα τον αντιμετώπιζε; Θα γινόταν ρεζίλι στην γειτονιά... Έπρεπε, κάπως να ειδοποιήσει τη Φούλα. Αλλά πως; Τηλέφωνο δεν είχε. Δεν χρειαζόταν. Όσους ήξερε ήταν πέντε λεπτά από τη πόρτα της. Το σώμα της βαρύ δεν την βαστούσε και ξάπλωσε στο πάτωμα. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το γράμμα του Αλέξη. Τι έρωτας ήταν αυτός; Τι παιχνίδι της μοίρας ήταν αυτό που παιζόταν στις πλάτες όλων τους; Της Χριστίνας, του Αλέξη και τώρα... εκείνης; Καιγόταν να του ανοίξει, να του εξηγήσει...αλλά από την άλλη, θα τον έχανε για πάντα. Επιπλέον, δεν ήξερε πως θα το πάρει που δε ζει η Χριστίνα, που τον κορόιδεψε και δε του είπε την αλήθεια. Όχι. Θα του έγραφε ξανά. Αυτό θα έκανε και άνοιξε το συρτάρι με τα χαρτιά και τα μολύβια για άλλη μια φορά.





Προς τον Αλέξη Παπαδάκη,

Αθήνα, 18 Ιανουαρίου 1984

Αλέξη μου, σε εκλιπαρώ φύγε από κοντά μου. Δε το βλέπεις ότι δε θέλω να σου ανοίξω; Φοβάμαι ότι εμείς οι δύο δεν μπορούμε πια να συνεχίσουμε άλλο.  Σε θέλω τόσο πολύ, σαν απαγορευμένο φρούτο. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω πολλά αλλά παντρεύομαι σύντομα με ένα κύριο που γνώρισα από τη Πάτρα. Θα φύγω και δεν θα με ξαναδείς. Για αυτό φύγε όσο είναι νωρίς...και δώσε τόπο στην οργή και συγχώρα με για αυτή μου την αδυναμία. Σε φιλώ.

Χριστίνα.



Για λίγες στιγμές δεν ακουγόταν τίποτα. Μετά γέμισαν το χώρο λυγμοί και απόκοσμες κραυγές. Χτύπησε τη πόρτα. Στην αρχή σιγά μετά πιο δυνατά. Η Πηνελόπη ούτε ανάσαινε τώρα. Φοβήθηκε. Πέρασαν έτσι λίγα λεπτά. Την ώρα που άκουσε τη βροχή να ξεκινάει, τον άκουσε να φεύγει. Τον κοιτούσε τώρα από το ματάκι της πόρτας. Καθόταν μπροστά στο ασανσέρ όρθιος, αλλά φαινόταν λειψός και χαμένος. Μόλις απομακρύνθηκε και από την πολυκατοικία κίνησε για το σπίτι της Φούλας.
«Έτσι σου λέω έγιναν τα πράγματα»
«Στα έλεγα εγώ δεν στα έλεγα;» φώναζε τώρα η Φούλα.
«Δεν περίμενα αυτή την εξέλιξη, στο ορκίζομαι».
«Και τι περίμενες; Ότι θα του έγραφες μια ζωή ερωτικά γράμματα και θα τον απέφευγες για πάντα;»
«Όχι αλλά...» κόμπιασε η Πηνελόπη. Είχε δίκιο η φίλη της. Αλήθεια τι περίμενε; Ποιος ήταν ο σκοπός των γραμμάτων αυτών; Και αφού δεν είχε απάντηση να δώσει, πήρε τη σιωπή της και γύρισε στο διαμέρισμά της.
Ξεκλείδωσε την εξώπορτα και μέσα είχε σκοτάδια. Η βροχή έξω είχε ηρεμήσει λίγο. Κατά τα άλλα είχε ησυχία το σπίτι. Μία ησυχία περίεργη. Έκανε να ανοίξει το φως της κουζίνας και τότε δύο πόδια ξεπήδησαν μπροστά της από το πουθενά και αιωρούνταν.
«Αλέξη!» αναφώνησε και έβαλε τα χέρια της στο στόμα της. Τα μάτια της γούρλωσαν, τα γόνατά της κόπηκαν στα δύο και έγειρε το σώμα της στο πλάι για να μη βλέπει άλλο πια το θέαμα. Χωρίς να το σκεφτεί αγκάλιασε το παιδί που έκοψε τόσο νωρίς το νήμα της ζωής του, κρεμάμενος από το φωτιστικό και έκλαψε μαζί του γοερά. Δεν είχε τίποτα άλλο πια να προσθέσει. Ότι ήταν το είχε προσθέσει η ίδια η ζωή. Χωρίς να σκέφτεται πια, βγήκε στο μπαλκόνι. Το θέαμα από εκεί της Ακρόπολης της φάνηκε πολύ μακρινό. Αποφάσισε λοιπόν να το φτάσει σκαρφαλώνοντας τα κάγκελα. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια της, έχασε την ισορροπία της, πήρε μια βαθιά ανάσα και για λίγα δευτερόλεπτα γεύτηκε τη γλυκιά κατά τα άλλα νύχτα. Το τσιμέντο που την αγκάλιασε ήταν βρεγμένο και παγωμένο. Μόνο ένας δυνατός γδούπος ακούστηκε και μετά σιωπή. Έμεινε εκεί με τα μάτια ανοιχτά για μια στιγμή και όταν άκουσε και τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς της, ηρέμησε και τα έκλεισε σφιχτά, για πάντα.
Λίγο πιο πέρα. Κάτω από ένα θάμνο βρισκόταν ένα γράμμα. Είχε ταξιδέψει ως εκεί όταν το πέταξε η Χριστίνα από το παραθυράκι  του μπάνιου της φοβισμένη. Εκείνη τη μέρα είχε έρθει και πάλι ο Αλέξης. Ήταν εκνευρισμένος γιατί εκείνη ήθελε το χώρο της. Την έπνιγε με την υπερβολική του αγάπη. Την πόναγαν πια τα χάδια του. Δεν τον άντεχε άλλο και του ζήτησε να φύγει από το σπίτι της. Και πραγματικά, λίγη ώρα αργότερα εκείνος έφυγε τρέχοντας...





Προς όποιον το διαβάσει,

Αθήνα, 8 Ιανουαρίου 1984

Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια. Ο Αλέξης Παπαδάκης έχει έρθει για μια άλλη φορά σπίτι μου και με απειλεί ότι αν δεν τον παντρευτώ, θα με σκοτώσει. Έχω κλειστεί στο μπάνιο και τον φοβάμαι πολύ. Προσπαθεί να μπει μέσα. Καταλαβαίνω, ότι ο χρόνος μου είναι λίγος, πολύ λίγος...
Όποιος διαβάσει το γράμμα μου, να το πάει γρήγορα στην αστυνομία πριν να είναι πολύ αργά. Ο άνθρωπος αυτός είναι επικίνδυνος.


Χριστίνα Αναγνώστου.

Σχόλια