Η ομίχλη και ο αετός


1
Οι δρόμοι σκοτείνιασαν στο πέρασμά σου, τα φώτα της πόλης χαράκωσαν το πρόσωπό σου και το βλέμμα σου έσβησε φτάνοντας μπροστά στο γνωστό πια πεζούλι.
Για μια στιγμή μόνο, δίστασες.
Σήμερα όμως, δεν θα το προσπέρναγες, το περίμενες ότι θα έφτανες ως εδώ.
Ένα ασυγκράτητο δάκρυ κύλησε, δρόσισε το μάγουλο και στέγνωσε όπως στέγνωσε και η σκέψη σου για εκείνη πριν δύο χρόνια περίπου.
Και όμως.
Πάλι εδώ, ένα λεπτό μακριά από την καμαρούλα της, ένα λεπτό μακριά από τα ζεστά χείλη της, ένα λεπτό μακριά από το παρελθόν.
Έσφιξες τη γροθιά σου, συγκράτησες το βήμα σου και άλλαξες πορεία.
Πιο κάτω ένα παγκάκι, ότι πρέπει για ένα τσιγάρο.
Η υγρασία είχε γίνει μία με τη σάρκα σου αλλά εσύ δεν την αισθανόσουν.
Εκεί, μπροστά στη στιγμιαία λάμψη του σπίρτου, ήθελες να ξεφυλλίσεις την ιστορία σου, την ιστορία της…
Η Έλενα, ήταν σαν μια ομίχλη. Βρισκόταν ξαφνικά στο δρόμο σου και δεν έβλεπες τίποτα. Η εικόνα της απορροφούσε το βλέμμα σου και αγκάλιαζε τη ψυχή σου με μια απερίγραπτη ζεστασιά. Όπως σε περικύκλωνε, βούλιαζες μέσα στα στήθη της και αφουγκραζόσουν τους χτύπους της καρδιάς της. Ξάπλωνες εκεί και δεν ξύπναγες ποτέ.
Η Έλενα ήταν ένας αετός. Άνοιγε τα φτερά του και ανέβαινε ψηλά στον ουρανό. Τριγυρνούσε για λίγο και μόλις έβλεπε το θήραμά του, ορμούσε για να το αρπάξει. Έτσι, άρπαξε και εσένα και κατέτρωγε αργά αργά τη σάρκα σου. Μα ο πόνος ήταν πολύ γλυκός.
Αυτή ήταν η Έλενα.
Το τσιγάρο έσβησε στα χείλη σου.
Η ανάμνηση όμως που ξεδιπλώθηκε, κοντοστάθηκε.
Δυο χρόνια μέσα σε ένα κελί φυλακής και ούτε μια σκέψη, ούτε μια θύμηση δεν ερχόταν στο μυαλό σου, να σε ταρακουνήσει.
Αυτή η νύχτα ήταν γραμμένη στην μοίρα σου.
Δεν μπορούσες άλλο να της ξεφύγεις.
Το πακέτο γεμάτο από τσιγάρα.
Από συνήθεια άναψες και άλλο. Το σπίρτο αυτή τη φορά κάηκε πάνω στα δάκτυλά σου.
Η ματιά σου πλανιόταν σε μια άλλη εποχή.
Πέντε χρόνια πριν.
Σε ένα στέκι…
2
Η πόρτα έκλεισε ερμητικά πίσω της. Τα βήματά της χάθηκαν μέσα στη σιωπή της νύχτας.
Ήμουν σίγουρος, δεν θα την ξανάβλεπα.
Η Χριστίνα είχε δηλώσει ότι δεν με άντεχε άλλο. Αποφάσισε απόψε να χωρίσουμε.
Φώναζε συνέχεια ότι δεν την άκουγα. Δεν ήταν αλήθεια. Απλά αγνοούσα την γκρίνια της.
Εκείνη τη βραδιά αποφάσισα να πάω σε ένα στέκι που μου σύστησε ένας φίλος.
Στην πραγματικότητα, ένας συμμαθητής από το γυμνάσιο.
Τον συνάντησα, τις προάλλες, στο δρόμο. Χαιρετηθήκαμε σαν δυο ξένοι, ανταλλάξαμε δύο σύντομες κουβέντες και πριν χαθούμε για πάντα, μου χαμογέλασε και μου είπε «Θα με βρεις στο στέκι μου. Συχνάζω κάθε βράδυ εκεί. Θα σε περιμένω.».
Αυτά είπε και χάθηκε μέσα στον κόσμο.
Ένιωθα μόνος απόψε. Ήθελα να ξεσκάσω και έτσι αποφάσισα να πάω.
Κλείδωσα τη πόρτα. Κάλεσα το ασανσέρ. Σε λίγο θα ήμουν στον δρόμο.
Αποφάσισα να περπατήσω.
Το στέκι το βρήκα εύκολα. Μπαίνοντας όμως μέσα, άκουσα φωνές. Κάπου πίσω από το μπαρ, υπήρχε ένα δωμάτιο. Μια γυναικεία φωνή παρακαλούσε να μην την διώξουν. Ξαφνικά όμως ακούστηκαν ουρλιαχτά.
Τρέξαμε όλοι μέσα.
Είδα τον Φώτη, τον παλιό συμμαθητή μου πεσμένο στο πάτωμα να έχει πάθει κρίση.
Μετά είδα την Έλενα που με κοιτούσε με τα πελώρια μαύρα μάτια της.
Καλέσαμε το ασθενοφόρο και εγώ πήγα μαζί τους.
Ο Φώτης στη διαδρομή με κοίταξε. Είχε χαρεί που με έβλεπε. Μου ψιθύρισε κάτι και μετά ξεψύχησε.
Είχε πρόβλημα με την καρδιά του είπαν οι γιατροί.
Σημείωσαν κάτι χαρτιά και αυτό ήταν. Ένας άνθρωπος, ένα χαρτί. Ένα χαρτί γραμμένο μέχρι τη μέση καθότι ο Φώτης ήταν μόλις 40 χρονών, όπως εγώ. Ένα χαρτί μουτζουρωμένο από τη μέση και κάτω…
 Εκείνη τη νύχτα, ψιθύρισε «Μείνε μακριά της». Αλλά εγώ δεν άκουσα τίποτα.
Η κηδεία ήταν για την άλλη μέρα. Κανείς συγγενείς δεν φάνηκε. Μόνο εγώ και εκείνη πάνω από τον τάφο.
Η Έλενα ήταν δεκαεπτά χρονών παιδάκι.
Μια λολίτα της εποχής της. Παγιδευμένη μέσα στον ίδιο της τον εαυτό.
Όπως βγαίναμε από το νεκροταφείο, μου πρότεινε καφέ. Να μιλήσουμε λίγο για τον Φώτη.
Στο δρόμο αμίλητη.
Κοιτούσε επίμονα σε ένα σημείο.
Πάρκαρα το αυτοκίνητο και της άνοιξα την πόρτα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο με τον οποίο σήκωσε το πόδι της και το ακούμπησε πάνω στο πεζοδρόμιο. Με θάμπωσε η θωριά της και με έκαψε.
Τα δάκτυλά της για μια στιγμή ακούμπησαν τα δάκτυλά μου. Πότε έγιναν δίκτυ καλά δεμένο δεν κατάλαβα. Μπήκαμε στην καφετέρια αγκαλιασμένοι. Δεν λέγαμε κουβέντα. Δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο εκείνη θυμάμαι. Μια ομίχλη που μέσα της χάθηκα, ένας αετός που με άρπαξε βίαια για να με πάει στη φωλιά του.
Το πρωί μας βρήκε σφιχταγκαλιασμένους σπίτι μου.

 3
Για δύο εβδομάδες δεν είδα καθόλου την Έλενα. Πήγα να τρελαθώ. Νόμιζα πως αυτό ήταν.
Το όνειρο έπρεπε να τελειώσει εδώ.
Και μια μέρα το τηλέφωνο χτύπησε.
Η αστυνομία.
Με ρώτησαν αν γνώριζα κάποια Ασπασία. Μα πριν απαντήσω αναγνώρισα τη φωνή της που μιλούσε με τον αξιωματικό.
Έχασα το μυαλό μου και έτρεξα γρήγορα εκεί.
Μόλις έφτασα το βλέμμα μου έψαχνε ακόμα και τη σκιά της. Ούτε θυμάμαι γιατί την μάζεψαν. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι φύγαμε μαζί.
Αυτή τη φορά δεν μας χώριζε τίποτα. Το ένιωθα. Το ένιωθε.
Μέσα σε λίγους μήνες, έχασα τη δουλειά μου, τους φίλους μου. Δεν έπαιρνα τηλέφωνο ούτε τη μητέρα μου. Δεν άνοιγα τη πόρτα σε κανέναν. Σα να είχα πεθάνει και να είχα πάει στον παράδεισο.
Η Έλενα πάντα σιωπηλή και απόμακρη. Είχε ένα βλέμμα παγερό κάποιες φορές ανεξήγητο.
Τη ρωτούσα να μάθω. Απλά χαμογελούσε. Άπλωνε το χέρι, με χάιδευε και ξέχναγα την ερώτηση αλλά και όλη μου την ύπαρξη.
Τώρα ήμουν και εγώ παγιδευμένος μαζί της. Με τον καιρό κοιτούσα και εγώ το ίδιο κενό σημείο. Μέσα του όμως έβλεπα την Έλενα. Τα μαλλιά και τα μούσια μάκρυναν. Ξόδεψα όλα τα λεφτά που μου είχε αφήσει ο γέρος πριν πεθάνει.
«Αυτά παιδί μου τα μάζευα για να έχεις κάποτε κάτι δικό σου».
«Έχω πατέρα κάτι δικό μου. Έχω την Έλενα.»
Κάποτε τα χρήματα τελείωσαν.
Είχαν περάσει οχτώ μήνες από τότε. Κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο με κατεβασμένα τα πατζούρια, με πουλημένα όλα τα έπιπλα εκτός από το κρεβάτι και με κομμένο το λογαριασμό του ρεύματος, μια μέρα μου είπε.
«Θα φύγω»
Δεν με ήθελε πια. Ήθελε να ζήσει άλλο παραμύθι. Αλλά εγώ δεν θα την άφηνα έτσι εύκολα. Την απείλησα ότι θα την σκοτώσω.
«Εγώ για σένα όλα!» της είπα.
Μια εβδομάδα δεν είπε κουβέντα και την όγδοη μέρα ακούστηκαν κραυγές ανθρώπων.
Η Έλενα είχε πηδήξει από τον τρίτο όροφο.
  
4
Δεν ένιωθα τίποτα. Τα πόδια μου δεν κινιόντουσαν.
Η καρδιά μου σταμάτησε. Άρχισα να κλαίω. Σε λίγο κατέβηκα αμέσως κάτω.
Η Έλενα ζούσε ακόμα. Φωνάξαμε ασθενοφόρο, ήρθαν πολλοί μαζί μου στο νοσοκομείο. Μου χτύπαγαν τον ώμο.
«Κουράγιο»
Ήρθε και η μητέρα μου. Το έμαθε από τις ειδήσεις. Δεν με αναγνώρισε. Την είδα όμως εγώ να ρωτάει για μένα. Και όταν κάποιος από αυτούς με έδειξε, τα έχασε η γυναίκα.
Ήρθε και με αγκάλιασε. Κλαίγοντας. Με έσυρε στις τουαλέτες για να με πλύνει λίγο. Σε τέτοια κακά χάλια ήμουν.
Δεν μιλούσα, δεν αντιδρούσα σε τίποτα.
Επιτέλους! Οι γιατροί βγήκαν από το χειρουργείο.
«Θα ξαναπερπατήσει» είπαν.
Έτρεξα και την είδα. Κοιμόταν γαλήνια. Ήμουν σα τρελός από αγωνία.
Οι μέρες όμως της ανάρρωσης πέρασαν. Την πήγαμε σπίτι μου. Η μητέρα επέμενε να με βοηθήσει. Δανείστηκα κάτι χρήματα και ξανάπιασα δουλειά.
Λίγο καιρό αργότερα της αγόρασα μια καμαρούλα με μια μικρή κουζίνα και τουαλέτα. Την επίπλωσα και την σπίτωσα. Την επισκεπτόμουν κάθε ημέρα. Εργαζόμουν μέρα νύχτα για να μην της λείψει τίποτα. Η μητέρα μου βρήκε ξανά το χαμόγελό της. Δεν με άφησε καθόλου μονάχο. Έμενε μαζί μου τώρα.
Ύστερα από ένα χρόνο, η Έλενα περπάτησε και ξαναμίλησε. Γίναμε ένα.
Αυτή τη φορά με αγαπούσε. Με φρόντιζε. Άρχισε να μου μαγειρεύει.
Με τη μητέρα μου έγιναν καρδιακές φίλες. Έτσι πήρα την απόφαση.
«Θέλω να με παντρευτείς» της είπα.
«Και εγώ το θέλω αγάπη μου, κάνε με δική σου» αποκρίθηκε.
Κι εγώ ξαναγεννήθηκα…

 5
Παντρευτήκαμε.
Η ζωή μας άλλαξε αμέσως. Μετρούσα τα λεπτά να γυρίσω κοντά της. Να την αγκαλιάσω. Να την κάνω δική μου. Άκουγε τη μηχανή του αυτοκινήτου μου και πεταγόταν έξω.
Μέτραγε τα βήματά μου μέχρι το πεζούλι και χαμογελούσε.
Έμεινε έγκυος.
Δύο μήνες μετά απέβαλε. Τυχαίο γεγονός είπαν οι γιατροί.
Ξαναέμεινε έγκυος.
Τρεις μήνες μετά απέβαλε με αφόρητους πόνους.
Οι γιατροί μας ανακοίνωσαν ότι δεν θα έμενε ποτέ έγκυος.
Και έτσι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Σταμάτησε να μιλά, να μαγειρεύει, να με φροντίζει, να περιποιείται τον εαυτό της.
Ώσπου χανόταν μέσα στη νύχτα. Γύριζε το πρωί. Τσακωνόμασταν άγρια.
Έμαθα από φίλους ότι γύριζε με πλούσιους γέρους.
Ερχόταν σαν κυνηγημένη το πρωί.
Ένα βράδυ γύρισε νωρίς, μεθυσμένη. Ξάπλωσε και άρχισε να μονολογεί.
«Με λένε Ασπασία Λεονάρδου. Έχω επτά αδέλφια. Ήμουν η τελευταία. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί έφυγαν τα αδέλφια μου από το σπίτι. Όταν όμως ήρθε η σειρά μου. Κατάλαβα. Η μητέρα με έδενε σε μια αποθήκη και ο πατέρας με έγδυνε και με έδερνε για να εξαγνιστούν οι αμαρτίες μου. Οι αμαρτίες που θα έρχονταν γιατί ήμουν μόνο 12 χρονών. Στα δεκαπέντε μου το έσκασα και εγώ. Στο τρένο γνώρισα τον Φώτη. Τα υπόλοιπα γνωστά. Όταν ρωτούσες τι κοιτούσα στο κενό, ήταν το φως που έμπαινε από τις γρίλιες σε εκείνη την σκοτεινή αποθήκη όπου με κλείδωναν οι γονείς μου»
Αυτά είπε και κοιμήθηκε στην αγκαλιά μου.
Το άλλο πρωί είχε φύγει.
Δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Μια μέρα όμως ήρθε η αστυνομία και με έπιασε. Η Ασπασία είχε μπλέξει και με ναρκωτικά και τα είχε αφήσει σπίτι μου. Δύο χρόνια είπε ο δικηγόρος και φθηνά τη γλίτωσες.
Η μάνα ερχόταν και έκλαιγε. Της μήνυσα να μην ξανάρθει. Δεν την άντεχα εκεί.
Πολύ αργότερα έμαθα ότι πέθανε από τον καημό της. Έκλαψα πολύ τότε, αλλά ήταν πλέον αργά.
Ακόμα δεν το έχω συνειδητοποιήσει. Όλο νομίζω ότι θα ανοίξει η πόρτα και θα την ξαναδώ.
Αλλά η πόρτα δεν ανοίγει.
Δεν ανοίγει.
6
Με κόκκινα μάτια γύρισες και την τελευταία σελίδα αυτής της ιστορίας.
Το πακέτο άδειο από τσιγάρα.
Σήκωσες τα μανίκι και κοίταξες το ρολόι. Ξημέρωνε σχεδόν.
Αποφάσισες να βάλεις μια τελευταία πινελιά σε αυτόν τον πίνακα. Να αντικρίσεις για τελευταία φορά την Έλενα.
Είχες μάθει ότι ξαναγύρισε στην καμαρούλα. Δεν είχαν περάσει λίγες ώρες που αποφυλακίστηκες.
Προσπέρασες το πεζούλι και ανέβηκες με αγωνία και με ένα κόμπο στο λαιμό τα επτά σκαλιά μέχρι την πόρτα της. Χτύπησες βιαστικά. Ησυχία.
Η πόρτα άνοιξε.
Ένα γεροντάκι εμφανίστηκε. Δυσαρεστήθηκες. Σίγουρα έχει αλλάξει διεύθυνση, σκέφτηκες.
Και όμως.
Εκεί βαθιά μέσα στο σκοτάδι, δύο πελώρια μαύρα μάτια σε κοιτούσαν με λαχτάρα, μια σκιά ταλαιπωρημένη και ποδοπατημένη.
Και δάκρυσες.
Παρόλα αυτά δάκρυσες.
«Σε αγάπησα Έλενα. Ήσουν για μένα όλα. Η ομίχλη και ο αετός»

Μυλωνά Λίνα
Νοέμβριος 1996





Σχόλια