Ας θυμηθούμε τα παλιά


Εισαγωγή


Ας θυμηθούμε τα παλιά. Εκείνα τα παλιά που μας πονάνε. Εκείνα που έχουν ριζώσει πια μέσα μας και ζουν μέσα από τις ανάσες μας χρόνια τώρα. Εκείνα που ρουφούν τις σκέψεις μας και μας αφήνουν στο κενό. Εκείνα που μας οδηγούν χωρίς να το καταλαβαίνουμε σε μια άλλη διάσταση σιωπής και χρόνου. Κλείσε τα μάτια μόνο και θυμήσου. Θυμήσου …
Την άκουσα να με φωνάζει πάλι. Την ακούω ακόμα και τώρα ξανά από την αρχή. Η χροιά της φωνής της δεν αλλοιώθηκε ποτέ από τον χρόνο. Παρέμεινε ίδια, απαράλλακτη όπως τότε. Να! Πάλι με φωνάζει. Πρέπει να της πω που κρυφτήκαμε. Πρέπει να της πω, να ξέρει. Μη! Γιατί μου σφαλίζεις τα χείλη; Γιατί δεν με αφήνεις να φωνάξω; Σε παρακαλώ άφησε με. Τι συμβαίνει και τρέμεις;
Φεύγει τώρα. Ακούω τα βήματα από τα γυμνά της πόδια πάνω στο ξύλινο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας. Δεν φοράει πάλι παντόφλες. Ποτέ δεν τις φοράει. Της αρέσει να αισθάνεται το χώμα, το ξύλο, το γρασίδι, όλα. Κι εσύ την κακομαθαίνεις. Ποτέ δεν σε άκουσα να τη μαλώνεις. Ποτέ. Πάντα με το καλό την είχες. Πάντα.
Είμαι μουσκίδι στον ιδρώτα και εσύ εκεί. Με κρατάς γερά μέσα στην αγκαλιά σου. Νιώθω πως πνίγομαι. Πως δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Θέλω να φωνάξω αλλά η μιλιά μου δεν ακούγεται. Θέλω να κλάψω αλλά το δάκρυ δεν κατεβαίνει. Φοβάμαι πως πλησιάζει το τέλος. Φοβάμαι πολύ αλλά εσύ δεν το βλέπεις. Εσύ έχεις μάτια μόνο για κείνη.
Έφυγε και εγώ ακούω πια μόνο τους χτύπους της καρδιάς μου. Χτυπάνε γοργά πολύ γοργά. Με κοιτάς και με τρομάζεις. Κι εκεί μέσα στο σκοτάδι και στο πικρό χώρο της σιγής, με αγγίζεις. Μου χαμογελάς και φοβάμαι γιατί τα δόντια σου άστραψαν ξαφνικά. Τα χείλη μου δεν κινούνται, δεν φωνάζουν πια. Μόνο σε βλέπω που μου κάνεις διάφορα. Το κορμάκι μου λιποθυμά και εσύ συνεχίζεις. Συνεχίζεις …



Κεφάλαιο πρώτο


Έγειρες πάλι στο πλάι. Είναι καιρός τώρα που συμβαίνει αυτό. Θυμάμαι όταν πρωτογνωριστήκαμε που με κράταγες σφιχτά όλη την νύχτα. Φοβόσουν μη σου φύγω, μη χαθώ. Ακούω την ανάσα σου και σκέφτομαι. Θέλω να σε αγγίξω πάλι. Να βάλω το χέρι μου πάνω στη καρδιά σου. Κι εσύ ασυναίσθητα να μουρμουρίσεις κάτι και να πλέξεις τα δάχτυλά σου μέσα στα δικά μου. Το θέλω πολύ αλλά δεν το κάνω.
Η νύχτα δεν κυλάει. Σκοντάφτει πάνω στις θύμησες του παρελθόντος, πάνω στα δάκρυα και τις αναποδιές. Γυρίζω ανάσκελα. Το μυαλό κενό από σκέψεις. Ξαφνικά ένα δάκρυ ξεπροβάλλει και κυλάει στην αρχή δισταχτικά μετά πιο χαρούμενο πάνω στο μάγουλό μου. Το χέρι το σταματά, δεν θέλει να χαίρεται. Θέλει να πονά κι αυτό όπως και όλα τα μέλη του κορμιού μου. Να είναι καταδικασμένο.
Ένα αυτοκίνητο περνά και κάνει φασαρία. Για λίγο η κενή πραγματικότητα παίρνει πάλι το πάνω χέρι. Μετά σιωπή πάλι. Έχω ιδρώσει. Σπρώχνω το σεντόνι στο πλάι. Εκείνος ακόμα δεν κινείται. Δεν με ακούει πια. Δεν αφουγκράζεται τις κινήσεις μου όπως παλιά. Λέω δεν πειράζει αλλά δεν το εννοώ. Πονάω, και πάλι δύο σταγόνες φτάνουν από την άκρη του ματιού μου, στο λαιμό κι ύστερα στο φρεσκοπλυμένο σεντόνι.
Γυρίζω κι εγώ στο πλάι. Τώρα έχουμε γυρίσει και οι δύο και μόνο οι πλάτες μας συναντιούνται. Κάποια στιγμή τεντώνει το πόδι και με ακουμπά έστω για λίγο. Για λίγο κλείνω τα μάτια και γεύομαι αυτή την ένωση, αυτό το χάδι και για ακόμα λίγο ξεχνάω οτιδήποτε και προσπαθώ να κοιμηθώ. Όμως, δεν κρατά πολύ αυτή η ευτυχία. Το ξαναμάζεψε και εγώ είμαι πάλι μόνη και παγιδευμένη στις άρρωστες σκέψεις μου.
Μόνη ήμουν και σε εκείνο το ντουλάπι και ας ήταν κι εκείνος μέσα. Συντροφιά μου τα φορέματα της μάνας μου και τα πολύχρωμα σχέδια που είχαν. Άπλωνα το χέρι και ένιωθα τα χρώματα μέσα στη παλάμη, σχεδόν την έκαιγαν. Αλλά η κάψα αυτή ήταν πολύ γλυκιά. Με απορροφούσε και η ματιά μου χανόταν σε μια άλλη γη, σε μια γη ευλογημένη να καρποφορεί και να δίνει τους χυμούς της στα χείλη μου.
Κάποια στιγμή δεν ξέρω ποια και πως, με πήρε ο βαθύς ο ύπνος. Με ρούφηξε καταβεβλημένη από τη βραδιά αυτή χωρίς να πει κουβέντα. Απλά μου απάλυνε τον πόνο με αυτόν τον τρόπο κι έτσι για λίγες ώρες δεν αισθάνομαι τίποτα και κανείς δεν μου κάνει κακό. Τα μάτια σφαλίζουν, η ανάσα χαμηλώνει τους τόνους της και το γλυκό αεράκι που μπαίνει από το παράθυρο ταξιδεύει πάνω στο ταραγμένο κορμί και το ξεκουράζει.
         
           
Κεφάλαιο δεύτερο


Δύο μέρες έχουν περάσει και δεν πρόλαβα να σε επισκεφτώ. Είναι ο χρόνος που ξεγλιστρά τόσο εύκολα από τη ζωή μας και δεν μας αφήνει να δούμε, να παρατηρήσουμε όλα αυτά που μας αφορούν. Υπάρχουν βέβαια οι στιγμές που μας θυμίζουν ξαφνικά τις πράξεις και τις παραλείψεις μας και τότε, παίρνουμε τους δρόμους για να προλάβουμε.
Αποφάσισα να περπατήσω μέχρι το κοιμητήριο. Ο καιρός καλός μα λίγο μελαγχολικός έτσι που φυσάει. Φωνές ακούγονται από τα παιδιά που παίζουν λίγο παρακάτω ποδόσφαιρο. Ένα από αυτά φωνάζει δυνατά και με αναστατώνει. Γυρνάω να τον προσέξω καλύτερα. Μου θυμίζει τόσο πολύ εσένα. Αυτό που φαντάζομαι για εσένα. Και δακρύζω…
Το βλέμμα χαμηλώνει μπροστά στη ντροπή μου. Δεν θέλω να θυμάμαι τη πρώτη μέρα που σε είδα και σε κράτησα στην αγκαλιά μου. Με πικραίνει η γεύση αυτής της ημέρας. Ήσουν τόσο μικροσκοπικός που φοβόμουν να σου αλλάξω θέση μήπως μου πάθεις κάτι. Όλοι με μαλώνανε αλλά εγώ ζούσα και ανέπνεα πια μόνο για σένα.
Η ζωή μου κυλούσε μέσα από τη ζωή σου κι εσύ χαμογελούσες. Τάραζες τα νερά της ψυχούλας μου μα αυτό μου έδινε κουράγιο. Κουράγιο να συνεχίσω να υπάρχω μέσα σε αυτόν τον κόσμο που είχε αρχίσει να χάνει το χρώμα του. Όταν γεννήθηκες, ένα κομμάτι φως κρύφτηκε μέσα στο μπερδεμένο μου μυαλό και οι σκέψεις μου πια έβρισκαν διέξοδο προς σε σένα. Τα δαχτυλάκια σου όταν άγγιζαν το πρόσωπό μου, ρίγη με πλημμύριζαν και με ρουφούσαν…
Για τον πατερούλη σου ήσουν απλά ο γιος του ενώ για μένα ήσουν η φύση ολάκερη όταν ανθίζει την Άνοιξη. Τα βράδια που έπρεπε να σε αποχωριστώ ήταν τα χειρότερα, δεν μπορούσα να ανασάνω μακριά σου, ο τοίχος που χώριζε τις δύο κρεβατοκάμαρες, τα τετραγωνικά που χώριζαν το δικό μου κρεβάτι και την κούνια σου, ο χώρος αυτός ήταν μαύρος για μένα. Και ο πατέρας σου το καταλάβαινε αυτό. Και μου έδειχνε ότι το καταλάβαινε με φωνές και με γροθιές πάνω στην πόρτα. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί την σχέση μας που είχε αρχίσει από τότε που πρωτοχτύπησε η καρδούλα σου μέσα στη μήτρα μου.
Οι φωνές του με τον καιρό έγιναν χειρότερες. Είχαν ριζώσει μέσα στο κορμί μου και δεν έλεγαν να βγούνε. Κάθε φορά τα λόγια του άλλαζαν, πότε πότε με παρακαλούσαν να παραδεχτώ το λάθος μου, να πάω σε γιατρό και από την άλλη με λόγια επιθετικά, τα μάτια του κιτρίνιζαν, η πλάτη του καμπούριαζε και ερχόταν προς το μέρος μου έτοιμος να με καταβροχθίσει.         Μέχρι που έφτασε η ώρα να δει και σένα με άλλο μάτι. Εσύ ήσουν η αιτία του κακού που χάλασε η σχέση του με τη γυναίκα του. Που η αγάπη που τους ένωσε μετατράπηκε σε φουρτούνες και αμέτρητους κεραυνούς. Εσύ, γλυκιά μου ύπαρξη που δεν έφταιξες σε τίποτα πλήρωσες το βαρύ τίμημα της συνύπαρξής μας.
Δεν μπορώ πια να θυμάμαι τις μέρες που έπρεπε να βρίσκομαι συνέχεια ξύπνια δίπλα στην κούνια σου, άγρυπνος φρουρός της ανάσας σου. Δεν μπορώ πια να θυμάμαι τη στιγμή που λιποθύμησα από εξάντληση και σε άφησα μόνο σου με εκείνον…
Όταν άνοιξαν τα βλέφαρα, δεν μπορούσα να διακρίνω καλά τι γινόταν γύρω μου. Θολοί άνθρωποι τριγύρναγαν και φώναζαν. Ξύπνησε! Ξύπνησε! Γιατρέ!  Το επόμενο που ένιωσα ήταν ένα κρύο χέρι να με χτυπά στο μάγουλο, μία βελόνα να τρυπά τις φλέβες μου και μετά ξανά τίποτα. Μέρες μετά μπορούσα να δω καλύτερα αλλά δεν μπορούσα να ενώσω τις λέξεις που πανηγύριζαν στο κεφάλι μου. Κραυγές, ψίθυροι είχαν γίνει ένα. Πέρασαν μήνες μέχρι να αρθρώσω μια σωστή πρόταση. Και όλους αυτούς τους μήνες ήμουν σίγουρη ότι εσύ έλειπες από τον κόσμο μου, έλειπες από το κορμί μου, σε είχαν ξεριζώσει και το ένοιωθα…
Δεν ρώτησα ποτέ για σένα, απλά μου έδειξαν τον δρόμο που ακούμπησαν το κορμάκι σου και εγώ κάθε μέρα έρχομαι να σε επισκεφτώ, σαν καλή μανούλα, έρχομαι πάνω από τον τάφο σου, τον καθαρίζω, σου ανάβω το καντήλι, προσεύχομαι για σένα αλλά δεν σε θυμάμαι. Τα φάρμακα που μου έδωσαν ήταν τόσο δυνατά ώστε να σε ξεγράψουν, να σε αχρηστέψουν.

Κεφάλαιο τρίτο


        Όταν επισκέπτομαι τους γονείς μου με τον άντρα μου κάθομαι σε μια γωνία. Είμαι σίγουρη ότι κάτι κακό έχει γίνει σε αυτό το σπίτι. Μου το λένε τα έπιπλα, μου το ψιθυρίζουν οι κουρτίνες. Οι τοίχοι γύρω μου παραμορφώνονται και γέρνουν προς εμένα, τρομάζω αλλά δεν ουρλιάζω. Δεν θέλω να ξαναγυρίσω στο ψυχιατρείο που έμεινα δύο χρόνια.
         Ο άντρας μου μιλά με τη μητέρα μου, κάτι λένε αλλά δεν τους ακούω. Παρατηρώ μόνο τα χείλη τους που κινούνται, τη γλώσσα που βολοδέρνει μέσα στο στόμα τους και χαμογελώ. Τότε εκείνοι με κοιτούν έκπληκτοι και μαζεύομαι. Δεν πρέπει να καταλάβουν ότι δεν είμαι αυτή που νομίζουν, ότι είμαι μια άλλη. Μια γεύση από άνθρωπο και τίποτα άλλο.
        Κάποια στιγμή με πλησιάζει ο πατέρας μου, απλώνει το χέρι του πάνω στο γόνατό μου και εκείνο αρχίζει να ραγίζει, το ακούω να κομματιάζεται σε μικρά κομματάκια, ο θόρυβος με κουφαίνει ώσπου σηκώνομαι και αλλάζω θέση. Δεν μπορώ να προσδιορίσω γιατί μου συμβαίνει αυτό. Κάθε φορά που με πλησιάζει, οι χτύποι της καρδιάς μου ανεβαίνουν, κοντεύουν να σπάσουν, θέλουν να μου πουν…
        Έρχεται η στιγμή και φεύγουμε. Τους χαιρετώ διακριτικά και ακολουθώ τον άντρα μου. Η μητέρα μου κοντοστέκεται στην πόρτα, σηκώνει το χέρι, μας γνέφει να έχουμε καλό δρόμο, γυρνά το βλέμμα της στον ουρανό και μετά κλείνει την πόρτα απαλά. Και την σφαλίζει. Σφαλίζει μαζί και τις παιδικές μου αναμνήσεις από αυτό το σπίτι, ότι και αν σημαίνει αυτό.
         Στο δρόμο δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Έχει συνηθίσει πια τη σιωπή που έχει απλωθεί σαν πέπλο από πάνω μας και δεν δίνει σημασία. Απλώνει το χέρι, σχεδόν με ακουμπά, αλλά θέλει απλά να αλλάξει ταχύτητα. Από το ραδιόφωνο ακούγονται μουσικές διάφορες, μαγευτικές. Χαλαρώνω τώρα και δεν σκέφτομαι τίποτα, τα ρουθούνια αναστενάζουν, τα χείλη μισανοίγουν. Σιγοτραγουδώ…
       Στο σπίτι πια, καθισμένη στο γραφείο αποφασίζω να γράψω, να γράψω για όλα αυτά που ακούω μέσα στο κεφάλι μου, για όλα αυτά που με μπερδεύουν και δεν βρίσκω την άκρη ανάμεσα στις λέξεις. Στις λέξεις που καιρό τώρα κρύβονται πίσω από το νόημά τους. Που δεν είναι στη σωστή σειρά. Τα λευκά χαρτιά που αποθέτω μπροστά μου μου μιλάνε συνέχεια, ξέρουν τα πάντα για μένα, γεμίζουν από τη ζωή που δεν άγγιξα.
                          


Κεφάλαιο τέταρτο


        Το δωμάτιο γεμίζει από χρώματα και αρώματα από το παρελθόν, γεμίζει από θαμμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Το φως ακουμπά πια τις ακτίνες του σε κάθε γωνιά και οι αλήθειες βρίσκουν χώρο να σταθούν, να ξαποστάσουν. Βρίσκουν επιτέλους τόπο να εξιλεωθούν.
        Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου κύλησαν σχεδόν ήσυχα χλιαρά θα έλεγα. Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι πολύ όσο θυμάμαι τη μητέρα μου. Τη μυρωδιά του κορμιού της όταν έσκυβε για να με φιλήσει. Τη γλυκιά φωνή της όταν με φώναζε από την κουζίνα. Ακούω ακόμα τα βήματά της όταν περπατούσε ξυπόλυτη πάνω στα ξύλινα πατώματα. Ποτέ δεν μου κακομίλησε, ποτέ δεν άπλωσε χέρι πάνω μου και η αγάπη μου για εκείνη είχε βάψει τους τοίχους, είχε χυθεί στα πατώματα, είχε γράψει πάνω στα έπιπλα.
        Τον πατέρα μου τον θυμήθηκαν τα λευκά χαρτιά. Μου έδειξαν τη σκιά του που κρυβόταν πίσω από το κρεβάτι μου. Γύρισαν τις λέξεις ανάποδα και μου έδειξαν τα βρώμικα χέρια του που λέρωναν το αγνό κορμάκι μου αργά τα βράδια. Άνοιξαν την ντουλάπα της μητέρας μου με τα χρωματιστά φορέματα και μου έδειξαν τη μέρα που με κρατούσε σφιχτά κρυμμένος για να μην τον δει η γυναίκα του να αμαρτάνει. Μου έδειξαν τον πόνο που χαράκωσε τα χείλη μου και τη θλίψη που εγκαταστάθηκε στα μάτια μου. Μου έδειξαν, μου έδειξαν… δεν σταμάταγαν.
        Όλα άλλαξαν όταν με βαρέθηκε, ίσως να έφταιγε που μεγάλωνα και δεν του άρεσα πια. Οι πληγές όμως που είχαν γεμίσει το σώμα μου και την ψυχή μου δεν γιατρεύτηκαν ποτέ. Ήταν πάντα διάπλατα ανοιχτές και πονούσαν ακόμα και με το χάδι. Η μητέρα μου ποτέ δεν έμαθε και αν έμαθε δεν μίλησε. Τον αγαπούσε πιότερο από τον εαυτό της. Τον συγχωρούσε πάντα για όλα. Κι εκείνος όμως έτσι ένιωθε. Δεν της χάλαγε ποτέ χατίρι. Την αγαπούσε βαθιά και τα βράδια που το αποτρόπαιο σώμα του τον οδηγούσε στο δωμάτιό μου τον βασάνιζαν συνέχεια. Τον τιμωρούσε βέβαια και η απραξία μου, η σιωπή που δεν έφτανε ποτέ στην επιφάνεια για να μιλήσει.
       Έτσι ο χρόνος μας προσπερνούσε και οι μέρες έγιναν μήνες, οι μήνες έγιναν χρόνια και τα χρόνια βαριά πια ξάπλωσαν πάνω στην ανάγκη μας για συγχώρεση και λίγη ζεστασιά. Τον άντρα μου τον γνώρισα σε εκείνο το σημείο όταν η ανάγκη μου για λίγη τρυφερότητα έγινε θάλασσα που ξεδιπλώθηκε δίπλα μου και μου ζητούσε να γαληνέψει.
                          


Κεφάλαιο πέμπτο


       Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος που ζούσε μόνος του. Οι γονείς του είχαν πεθάνει από νωρίς καθώς τον είχαν φέρει στη ζωή μετά τα πενήντα τους χρόνια. Ως μοναχοπαίδι και λόγω της υπερπροστασίας του πατέρα του δύσκολα έκανε φιλίες. Την πρώτη του επαφή με γυναίκα την είχε μετά τα είκοσι και ήταν η γυναίκα που παντρεύτηκε. Βέβαια ποτέ δεν της το εκμυστηρεύτηκε αυτό, το κράτησε για τον εαυτό του.
        Την γυναίκα αυτή την ερωτεύτηκε από τη πρώτη στιγμή. Η αύρα που άφηνε πίσω της τον γοήτευε. Δυσκολεύτηκε πολύ να την πλησιάσει και αυτό του άρεσε περισσότερο. Την περίμενε κάθε μέρα έξω από το κατάστημα που δούλευε. Τα μάτια της πάντα μελαγχολικά ζούσαν σε έναν άλλο κόσμο.  Ποτέ της δεν τον πρόσεξε. Δεν είχε σημασία άλλωστε για εκείνη.
        Ώσπου μια μέρα το μαντήλι που είχε τυλίξει στο λαιμό, της ξέφυγε και ο αέρας σαν από μηχανής θεός το άφησε μπροστά στα πόδια του. Δεν έσκυψε. Περίμενε να τον πλησιάσει. Το πόσο ήθελε να την μυρίσει, να την νοιώσει έστω για μια στιγμούλα κοντά του, δεν λεγόταν. Κι εκείνη πραγματικά πλησίασε. Πριν σκύψει όμως τον κοίταξε με τα πελώρια μάτια της στα οποία χάθηκε μονομιάς. Κάτι του έλεγε ότι αυτή η γυναίκα ήταν για κείνον μόνο. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να διακρίνει, κάτι ενοχλούσε τη στιγμή…
       Πέρασαν πέντε ατέρμονοι μήνες μέχρι να μπορέσει να βρει τη δύναμη να την ξαναδεί. Κι έτσι ήρθε η μέρα που ο χρόνος λύγισε μπροστά στους ασυγκράτητους εραστές. Και όλα ήρθαν όπως εκείνος τα είχε υπολογίσει. Τη ζήτησε αμέσως από τους γονείς της οι οποίοι τον δέχτηκαν στην οικογένειά τους με μεγάλη χαρά. Η γυναίκα του έγινε ο άγγελός του, ο σύντροφός του στη ζωή, ο φίλος που δεν είχε.
      Ένα όμορφο απόγευμα όταν ο ήλιος έδυε και άφηνε ένα ροδακινί χρώμα στον ουρανό η γυναίκα αυτή του έκανε το μεγαλύτερο δώρο, ένα παιδί. Ένα παιδί που θα γέμιζε την καθημερινότητά τους, θα έσβηνε για λίγο τη φωτιά ανάμεσά τους και θα τους χόρταινε με χαμόγελα και χάδια. Υπήρχε όμως κάτι που τον πείραζε, δεν μπορούσε να το δει από την αρχή αλλά πάλι δεν έλεγε να φύγει.
       Ο γιος του είχε γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της γυναίκας του, εκείνος είχε ξεχαστεί στο πάνω ράφι. Δεν του έδινε σημασία πια, κοιμόταν στο παιδικό δωμάτιο, όλο της το είναι ήταν προσκολλημένο σε αυτό το τελικά ενοχλητικό πλασματάκι. Της φώναζε συνέχεια και μετά έφευγε από το σπίτι βαθιά αποκαρδιωμένος από τη συμπεριφορά της. Δεν είχε και κανένα για να μιλήσει, να του χτυπήσει τον ώμο, να του συμπαρασταθεί. Δεν ήταν έτοιμος για αυτή της την απόρριψη.
       Οι φωνές και το χτυπήματα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Το αντίθετο μάλιστα, εκείνη γινόταν όλο και περισσότερο προστατευτική μπροστά στο παιδί. Τώρα πια δεν το κούναγε από την κούνια.  Τον φοβόταν και το ένοιωθε. Αυτός ο φόβος της του κατάτρωγε τα σωθικά, τον εξαντλούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Την αγαπούσε αλλά και δεν μπορούσε να την αφήσει να του γλιστρήσει έτσι μέσα από τα χέρια του. Ώσπου του δόθηκε η ευκαιρία να την ξανακερδίσει. Η ζωή όμως έχει άλλα σενάρια για εμάς και μας τα κρύβει κάτω από το μαξιλάρι.
       Όταν λιποθύμησε η γυναίκα του από την εξάντληση βρήκε την ευκαιρία. Το μωρό κοιμόταν ήσυχο, δεν είχε διαισθανθεί τον κίνδυνο που το  κατέτρεχε. Πήρε το κουβερτάκι του παιδιού και το έβαλε απαλά στην αρχή και μετά με μανία πάνω στο προσωπάκι του. Το κορμάκι του άρχισε να ταλαντεύεται, τα χεράκια του χτυπούσαν πάνω κάτω, τα ποδαράκια του τεντώθηκαν ώσπου και η τελευταία ανάσα του ξεχύθηκε μακριά από το σωματάκι του… στέγνωσε πάνω στα σεντόνια.
        Μέχρι να έρθει η αστυνομία είχε σκεφθεί τα πάντα. Θα έλεγε ότι η γυναίκα του εξαντλήθηκε από τη συνεχή φροντίδα του παιδιού της και εκείνο μέσα στον ύπνο του πέθανε από ασφυξία από τη κουβέρτα της κούνιας του. Ούτε καν τον πείραξε που πέθανε ο γιος του, για εκείνον η γυναίκα του είχε περισσότερη σημασία. Όλα τα άλλα ήταν απλά θεατές σε ένα έργο χωρίς ηθοποιούς.
       Όταν ξύπνησε η γυναίκα του στο νοσοκομείο, τα είχε καταλάβει όλα γιατί έκανε την τρελή. Δεν μπορούσε να εξηγήσει αλλιώς την αντίδρασή της, δεν γνώριζε κανένα και τίποτα. Σαν να μην υπήρχε τίποτα γύρω της, το μυαλό της έπαιζε άσχημα παιχνίδια για όλους. Του έλειψε αφάνταστα η παρουσία της στο σπίτι αλλά οι γιατροί του το είπαν καθαρά, η ψυχική της υγεία ήταν κακή και έπρεπε οπωσδήποτε να νοσηλευτεί.
       Κάποια στιγμή γύρισε σπίτι αλλά γύρισε μόνο το κορμί της. Η ψυχή της και γενικά η γυναίκα που ερωτεύτηκε είχε μετακομίσει μακριά του, την ημέρα του θανάτου του παιδιού τους. Του έκανε όλα τα χατίρια, τον ακολουθούσε παντού, πήγαιναν σε χορούς και επισκέψεις αλλά ήταν σαν να είχε μια κούκλα άδεια από χρώμα και ζωή. Συμβιβάστηκε με την ιδέα αυτή και συνέχισε να κουβαλά την αδικία που είχε κάνει στη πλάτη του όπως και όλα τα άλλα μυστικά που τον βάραιναν από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Όταν εξαφανίστηκε η γυναίκα του κανείς δεν απόρησε που όταν γέρασε καμπούριασε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κάνει βήμα από το σπίτι του.
       Πέθανε μόνος, αποκομμένος από όλους, ένα μηδενικό που έπρεπε να είχε σβηστεί καιρό πριν.

                       
Κεφάλαιο έκτο


       Τα λευκά χαρτιά γέμισαν από λέξεις που είχαν τη σωστή σύνταξη και έβγαζαν το σωστό νόημα αυτή τη φορά. Το σώμα άλλαζε μορφή από το γράψιμο, της δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία να ξαναγεννηθεί. Βρήκε επιτέλους το λιμάνι της, επισκεύασε το καραβάκι της, έντυσε τα πανιά της με λουλούδια, σήκωσε τη σημαία της ευτυχίας και μάζεψε την άγκυρα. Τον εγκατέλειψε.
       Έφυγε χωρίς να πάρει τίποτα από το σπίτι, μήτε ρούχα μήτε χρήματα. Μόνο τα λευκά χαρτιά που μούσκεψαν από τα δάκρυα χαράς αυτή τη φορά. Όχι δεν ξέχασε τίποτα, δεν έχασε τον εαυτό της, θυμόταν πια και αυτό είχε σημασία. Δυο περιστέρια της άνοιξαν τον δρόμο και με το κεφάλι ψηλά δεν κοίταξε ποτέ της πίσω.
       Το ταξίδι προς το άγνωστο ήταν πιο συναρπαστικό από όσο είχε φανταστεί. Γνώρισε άλλους ανθρώπους, διδάχτηκε από άλλες κουλτούρες, πήρε τα μαθήματά της και ρούφηξε το χτίσιμο της νέας προσωπικότητάς της μέχρι το μεδούλι.
      Πέρασαν ξανά χρόνια μέχρι να γνωρίσει το άλλο της μισό. Αλλά το γνώρισε και ήταν εκεί. Την περίμενε σαν από πάντα καρτερικά. Ήταν ότι δεν μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί. Ήταν η ίδια η αγνή αγάπη που είχε νιώσει για το παιδί της. Και εκείνος ήταν πάντα εκεί και την περίμενε, ήταν σίγουρος πως θα έβρισκε το δρόμο της προς εκείνον. Δεν υπήρχε μέρα που να μην τον ευχαριστήσει για αυτή του την υπομονή.
      Όταν έμεινε πάλι έγκυος η ευτυχία της τριπλασιάστηκε. Δεν είχε τελειωμό. Είχε κερδίσει τον αγώνα με τον θάνατο της ψυχής και το έδειχνε στο κάθε της βήμα, με την κάθε της ματιά.
        Τα λευκά χαρτιά που έραψαν τις πληγές της, κλείδωσαν για πάντα μέσα τους, τον πόνο και τη θλίψη, κατέγραψαν τη δυστυχία της και την ελευθέρωσαν. Τώρα βρίσκονται θαμμένα μαζί με το αγγελούδι της και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί του μιλά σαν να ήταν πάλι εδώ μαζί της, του τραγουδά παράξενες μουσικές και νότες και εκείνο της χαμογελά πάλι, γυρνά στο πλάι, κλείνει τα μάτια και κοιμάται ήρεμα και βαθιά.
                          
Μυλωνά Λίνα
Ζάκυνθος, 2008-2009

Σχόλια