Ο γεροντοέρωτας της Μέλπως


H Μέλπω εκείνη την αποφράδα ημέρα είχε ανοίξει τα μάτια της από τα άγρια χαράματα. Δεν είχε ύπνο εδώ και μέρες, βασανιζόταν από αϋπνίες και κατά βάθος ήξερε τον λόγο. Ο κυρ-Μανώλης καιρό τώρα άπλωνε τα βρωμερά του χέρια πάνω της αλλά έκαμνε πως δεν καταλάβαινε για να μη χάσει τη δουλειά της.
Από τις πρώτες ημέρες είχε κάτι καταλάβει, όταν τις χαμογελούσε όλο νόημα από το ταμείο. Συνέχεια την παίνευε και τις έδινε κι άλλες δουλειές να κάνει όπως να σφουγγαρίζει τα πατώματα του μαγαζιού πριν έρθουν οι πελάτες, να παραλαμβάνει τα προϊόντα από τους προμηθευτάδες, να τρέχει να πληρώσει το ρεύμα και το νερό. Της άρεσαν της Μέλπως όλες αυτές οι υπευθυνότητες. Το είχε στον χαρακτήρα της να ασχολείται με πολλά και να μην παραπονιέται.
Όμως, ο κυρ-Μανώλης είχε χρόνια να δει ασπριδερά πόδια γυναίκας και τα λαχταρούσε καθότι η άτυχη γυναίκα του πέθανε νωρίς μια μέρα από καρδιά, χωρίς να προλάβουν να κάμνουν απογόνους. Είχε ξαπλώσει για να ξεκουραστεί ένα μεσημέρι και του είχε προμηνύσει κιόλας ότι θα πάρει έναν μικρό υπνάκο γιατί μετά θα πήγαιναν επίσκεψη στα αδέρφια της. Έτσι ο κυρ-Μανώλης, είχε στρογγυλοκαθίσει στην πολυθρόνα του που είχαν στο σαλόνι και έριχνε μια ματιά στην πρωινή εφημερίδα της ημέρας. Έγειρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε κι αυτός από την κούραση.
Το βράδυ έφτασε και ο κυρ-Μανώλης άνοιξε τα μάτια του και ανησύχησε, πήγε στο δωμάτιο να κοιτάξει και τι να ειδή; Η γυναίκα του, η αγαπημένη του Ασπασία, είχε αράξει σε άλλο λιμάνι. Στο λιμάνι των λευκών αγγέλων. Πως δεν έχασε και αυτός τη ζωή του εκείνη την ημέρα από την ψυχική οδύνη ούτε αυτός ξέρει. Ο πόνος του καταπλάκωνε τη καρδιά, του έγδερνε τα σωθικά και του ρουφούσε όλο το μεδούλι.
Τα χρόνια πέρασαν και ο πόνος καταστάλαξε και έγινε μια γλυκιά ανάμνηση και ο θρήνος που κουβάλαγε μέσα του έγινε βαθύς πόθος για τη μικρή Μέλπω που τον βοήθαγε τα πρωινά στο μαγαζί.  Ήξερε ότι την περνά καμιά τριανταριά χρόνια, όμως, δεν μπορούσε να μην την κοιτά όταν έσκυβε για να μαζέψει τα πατσαβούρια καθώς σφουγγάριζε το πάτωμα, δεν μπορούσε να μην τη βλέπει να περπατά όλο νάζι επειδή έκανε διάφορες δουλειές σε όλο το μαγαζί, δεν μπορούσε να μην βλέπει τα γλυκά της χείλη όταν μίλαγαν στους πελάτες και στους προμηθευτές.
Έτσι, ήρθε η μέρα που πήρε την απόφαση να την γευτεί. Θα άπλωνε τα χέρια του και ας συνέβαινε ότι ήταν να συμβεί. Δεν άντεχε άλλο. Την ήθελε σαν τρελός. Οπότε, όταν ήρθε η Μέλπω και έσκυψε για να σφουγγαρίσει, βρέθηκε δίπλα της αμέσως και της χάιδεψε τα πισινά. Ένοιωσε την αναγούλα της αφού σφίχτηκαν τα οπίσθιά της αμέσως. Και προς έκπληξή του, η Μέλπω δεν είπε τίποτα, ούτε γύρισε να τον κοιτάξει. Οπότε πήρε θάρρος και όταν της ζήτησε να τον βοηθήσει στο ταμείο, της έπιασε με δέος το μεγάλο μέσα από το μπούστο στήθος. Η ρόγα της αμέσως πετάχτηκε και την ένοιωσε μέσα από τα ακροδάχτυλά του. Αμέσως αναρίγησε κι αυτός και με το άλλο του χέρι της ανασήκωσε λίγο τη φούστα. Το θέαμα των νεανικών αυτών λευκών ποδιών του έφεραν τρυφερές θύμησες από την Ασπασία. Ήρθε ώρα όμως να κλείσουν το μαγαζί και σταμάτησε.
Όταν μαζεύτηκε σπίτι του το βράδυ εκείνο ο κυρ-Μανώλης δεν μπορούσε να αντέξει άλλο. Την επόμενη ημέρα θα την στρίμωχνε στην αποθήκη και θα έπεφτε πάνω της με όλο του το βάρος. Είχε πάει και στο καφενείο, είχε πιεί και τα κρασιά του και κοιτούσε τους άλλους που κάθονταν εκεί. Πόσο πολύ είχε γεράσει και ξεχάσει όλες αυτές τις γεύσεις της ζωής; Τους έβλεπε τους άλλους που κάθονταν με το κομπολόι στο ένα χέρι και με τα ζάρια στο άλλο γιατί έπαιζαν τάβλι και σκεφτόταν ότι εκείνος έπρεπε να πιάνει το λευκό πόδι με το ένα χέρι και το σκληρό στήθος με το άλλο και αναπήδησαν τα σωθικά του.
Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκε και όταν άκουσε για τα καλά τα κοκόρια, σηκώθηκε και πήγε να πλυθεί. Φόρεσε και τα καθαρά του ρούχα, το άσπρο του το πουκάμισο και το μαύρο του το καλό παντελόνι, έβαλε και την ωραία την κολόνια που πρόσεξε στα ράφια του παντοπωλείου εψές και κίνησε για το μαγαζί. Δεν είχε όμως κατά νου ότι και η Μέλπω δεν είχε ύπνο εκείνο το βράδυ και σκεφτόταν πώς να τον αντιμετωπίσει την επόμενη.
Η Μέλπω εκείνο το πρωί γύρναγε πάνω στο κρεβάτι της μία δεξιά και μία αριστερά. Έκρυβε το πρόσωπο μέσα στο μαξιλάρι και ανάσαινε βαριά όταν θυμόταν τα μεγάλα, πλατιά χέρια του να την πασπατεύουν. Δεν τον ήθελε τον κυρ-Μανώλη από τη μια, την είχαν όμως αναστατώσει τα χάδια του από την άλλη. Ήταν μόλις είκοσι χρονών και έρωτα δεν είχε γνωρίσει ακόμα. Κανένας δεν είχε γυρίσει να την κοιτάξει.
Από πολύ μικρή φαινόταν ότι θα έμοιαζε στη μάνα της. Είχε κι εκείνη πολλά κιλά, μεγάλο στήθος, στιβαρό και μεγάλα πισινά. Η μέση της δεν ξεχώριζε, το ήξερε και έβαζε κορσέδες για να ξεγελάσει τις ματιές που τις έριχναν καμιά φορά στο δρόμο. Το πρόσωπό της ήταν γλυκό και τα χείλη της σαρκώδη. Όταν εξηγούσε κάτι στο μαγαζί όλων το βλέμμα σκόνταφτε πάνω τους. Το γνώριζε κι αυτό η Μέλπω και τα τόνιζε σε κάθε ευκαιρία.
Σήμερα θα τον αντιμετώπιζε. Θα του ζητούσε το λόγο. Τέρμα οι κλεφτές ματιές και τα απλωμένα χέρια. Θα όρθωνε το κορμί της και θα τον κοιτούσε στα μάτια. Σκεφτόταν ότι δεν ήξερε τι να του πει. Θα τον άφηνε να πει ότι είχε να πει και μετά θα έβλεπε τι θα γινόταν. Το πολύ να έχανε τη δουλειά της. Θα πήγαινε στου κυρ-Θωμά, τον παντοπώλη, που χρειαζόταν και βοήθεια στην τελική.
Πλύθηκε στα γρήγορα, έβαλε το λευκό της φόρεμα που τόνιζε τις καμπύλες της και έφυγε να προλάβει τον κυρ-Μανώλη την ώρα που ξεκλειδώνει το μαγαζί. Στο δρόμο σχεδόν έτρεχε από τη προσμονή της κουβέντας που είχε να κάνει και τα μάγουλά της αναψοκοκκίνισαν. Τα στήθη της είχαν πάρει φωτιά και ο ιδρώτας γλυκός χυνόταν σε όλα της τα μέλη.
Από μακριά είδε τον κυρ-Μανώλη που άνοιγε και τον πλησίασε. Είπαν τις καλημέρες τους και μπήκαν γρήγορα μέσα. Ο κυρ-Μανώλης γύρισε να την κοιτάξει και τα έχασε. Τι γυναίκα ήταν αυτή! Το λευκό το φόρεμα είχε κολλήσει πάνω της, τα μάγουλά της όντας κόκκινα είχαν γίνει σαν τα αβγά της Λαμπρής και τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα από την τρεχάλα. Η ανάσα της έφτανε μέχρι τον ίδιο και τον έκαιγε.
Της είπε ότι είχε έρθει ένα εμπόρευμα στην αποθήκη, την έβαλε να προχωρήσει πρώτη, ξεκούμπωσε το λευκό του πουκάμισο και μόλις εισχώρησαν στον μικρό χώρο, δεν την άφησε να γυρίσει. Αμέσως έγειρε πάνω της, τη χούφτωσε όπου έφταναν τα χέρια του, την άκουσε που βογκούσε και πήρε πιο πολύ θάρρος. Καμία κουβέντα δεν της έκανε εκείνη τη μέρα, φίλησε με τα μουστάκια του ολάκερο το κορμί της, είδε τα κάλλη της και μουρλάθηκε από ηδονή και μπήκε μέσα της δυνατός σαν άλογο και την τρέλανε.
Η Μέλπω δεν πρόφτασε να βγάλει άχνα. Σαν να ήταν εκατό χέρια, τα χέρια του, την χούφτωναν παντού. Ένοιωσε το κορμί της να αναδεύει, ένοιωσε τις ορμές της να λύνονται και να ξεπροβάλλουν, άκουσε τα βογκητά της και σφάλισε τα μάτια. Δεν άφησε μέρος από το κορμί της που δεν γεύτηκε εκείνος και όταν πια εισχώρησε μέσα της, ένοιωσε τα σωθικά της να εκρήγνυνται. Δεν είχε τίποτα να πει πια. Τα είπαν πει όλα τα κορμιά τους και αυτό μάλλον έφτανε και περίσσευε.
Όταν σχόλασε το μεσημέρι, δεν χόρταινε το δρόμο να γυρίσει σπίτι της. Ήταν σαν να πέταγε. Ο κυρ-Μανώλης όταν ηρέμησαν λίγο από του έρωτα τα καμώματα, ούτε λίγο ούτε πολύ της είχε ζητήσει το χέρι της κι εκείνη του είχε δώσει ότι είχε και δεν είχε. Από τη χαρά που πήραν τα σκέλια της δεν άκουσε τα ουρλιαχτά της μάνας της όταν μπήκε στο σπίτι…
Ο κυρ-Μανώλης φεύγοντας από το μαγαζί, αναψοκοκκινισμένος όπως ήταν και τα με μυαλά του μακριά από τη κεφαλή του, δεν πρόσεξε τη βέσπα που διέσχιζε εκείνη τη στιγμή το δρόμο και το κακό δεν άργησε να γενεί. Λίγες στιγμές προτού αφήσει αυτό το μάταιο κόσμο, πρόσεξε για τελευταία φορά τη βιτρίνα του μαγαζιού του που ήθελε σιάξιμο και ύστερα όλη του η σκέψη συγκεντρώθηκε στα χείλη και στο ντεκολτέ της ζουμερής Μέλπως. Ένα χαμόγελο τότες ζωγραφίστηκε στο βλέμμα του και έτσι γαλήνιος όπως ήταν έγειρε το κορμί του στο πλάι κι άφηκε την τελευταία του ανάσα να στεγνώσει πάνω στο παγωμένο χώμα.


Αθήνα, 2015-2016

Σχόλια