Χόρτασα από τα φιλιά που δεν μου έδωσες



Η γεύση πικρή ακόμα στο στόμα. Μια μπουκιά φαί δεν λέει να κατέβει. Τα μάτια πρησμένα από το κλάμα μουσκεύουν ξανά. Το χέρι τρέμει, το βλέμμα χαμηλώνει και ξεκινάμε πάλι από την αρχή. Τον θυμάμαι. Ζωντανεύει μπροστά μου το πρόσωπό του, τα μάτια του που μου χαμογελούν, μου λένε πολλά. Σε χαζεύω ακόμα λίγο και ύστερα χάνεσαι. Σηκώνομαι. Η νυχτικιά όμως πιάνεται στην καρέκλα και κάθομαι ξανά. Σε βλέπω. Αυτή τη φορά έχεις απλώσει τα χέρια σου και μου χαϊδεύεις το πρόσωπό μου, τα μαλλιά μου. Πλησιάζεις και με μυρίζεις. Σου άρεσε πάντα αυτό. Τα δάκτυλά σου δεν σταματούν στο πρόσωπο και κατεβαίνουν μέχρι χαμηλά κοντά στο στήθος. Ξαφνικά όμως χάνεσαι για άλλη μια φορά. Σημαδεύεις τη σκέψη μου.

Το πιάτο με την σούπα έμεινε πάνω στο τραπέζι. Σέρνω τα πόδια μου και με δυσκολία διανύω το μεγάλο διάδρομο μέχρι το υπνοδωμάτιο. Ξαπλώνω πάνω στα σεντόνια που είχες κοιμηθεί κι εσύ. Δεν τα άλλαξα. Από τότε. Σκέφτομαι να τραβήξω τις κουρτίνες. Ο ήλιος ενοχλεί τα μάτια μου, σχεδόν τα καίει. Τελικά γυρίζω στο πλάι. Παίρνω αγκαλιά το μαξιλάρι, χώνω το πρόσωπό μου. Και είσαι ακόμα εκεί. Η μυρωδιά του κορμιού σου έχει αποτυπωθεί και δεν λέει να φύγει. Χαίρομαι. Το κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου και ξεκουράζομαι.

Γυρνάω πάλι στην σκληρή πραγματικότητα. Ακούω την ανάσα μου βαριά. Τεντώνομαι και ανοίγω τα μάτια. Πρέπει να βράδιασε καθώς ο ήλιος έχει πέσει τελείως και τα μόνα φώτα έξω είναι εκείνα του δρόμου. Βρίσκω το τηλεκοντρόλ και ανοίγω την τηλεόραση. Έτσι χωρίς φωνή. Αναζητώ μια άλλη κίνηση στο σπίτι εκτός από τη δική μου. Τα πόδια μου με πονούν. Δεν μπορώ να τα κινήσω. Ξαναγυρνάς στο μυαλό μου και μια μικρή κραυγή ξεφεύγει από τα χείλη μου. Σπάει τη σιωπή του σπιτιού. Μου λείπεις. Δεν θέλω να το πιστέψω πως έφυγες τόσο άδικα.

Πόσο μακριά είναι άραγε εκείνη η μέρα που ξυπνήσαμε σχεδόν μαζί. Πρώτος εσύ είχες σηκωθεί και βρισκόσουν στο μπάνιο. Εγώ άπλωσα το χέρι στη μεριά σου και μόλις ένιωσα την έλλειψή σου πάνω στο στρώμα άνοιξα τα μάτια και σε έψαξα μέσα στο δωμάτιο. Το φως του μπάνιου ήρθε αμέσως να μου θυμίσει ότι ήσουν εσύ εκεί. Σε περιμένω. Σε λίγα λεπτά είχες κλείσει το φως και βρισκόσουν κάτω από τα σεντόνια, με είχες πάρει αγκαλιά και είχες αναστενάξει μόλις κατάλαβες ότι ήμουν κι εγώ εκεί παρούσα. Σε ένιωθα και σε ήθελα. Μου δόθηκες. Τα φιλιά που μου έδωσες σε όλο μου το κορμί με χόρτασαν για χίλιες ζωές.

Γυμνά, κουρασμένα από έρωτα κορμιά έπαιρναν το πρωϊνό τους μαζί έξω στο μπαλκόνι. Ο ήλιος τα είχε συνεπάρει και είχαν δοθεί ολοκληρωτικά στο πέρασμά του. Μόνο τα χέρια παρέμεναν δεμένα και δεν είχαν καμία διάθεση να χωρίσουν. Κάποια στιγμή τον ήλιο έκρυψαν μια γαβάθα σύννεφα και έτσι σηκωθήκαμε για να ντυθούμε. Η ώρα περασμένη αλλά γλυκιά στα χείλη. Σε παρακολουθούσα που ντυνόσουν. Ξάπλωσα στο πάτωμα και απολάμβανα τον τρόπο που έβαζες την ζώνη στο παντελόνι σου. Μέχρι το λουρί να έρθει μπροστά δεν μπορούσα να πάρω τη ματιά μου μακριά από τα γεροδεμένα μπράτσα σου και την σκληροτράχυλη ραχοκοκαλιά σου. Μια στάλα ιδρώτα ήρθε και στάθηκε στο μέτωπό σου, ύστερα δειλά δειλά κατέβηκε στα χείλη σου όπου και χάθηκε. Σηκώθηκα και σε βοήθησα με το σακάκι σου. Γύρισες όμως το πρόσωπο και με φίλησες χαμηλά στο μάγουλο. Χαμογέλασες. Κι έφυγες από το δωμάτιο.

Έκανα όλες τις δουλειές όπως με γέννησε η μάνα μου. Και σε σκεφτόμουν. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα μακριά σου ήταν άβυσσος μέχρι να ξαναγυρίσεις. Μπήκα στο μπάνιο και γεύτηκα στα γρήγορα ένα ντους. Το νερό με αγκάλιαζε ζεστά όπως εσύ. Σε πόθησα πάλι. Εκείνη τη στιγμή άκουσα το κουδούνι. Πρέπει να ήταν λάθος. Εσύ στη δουλειά. Δεν περίμενα κανέναν. Συνέχισα να βρίσκομαι στο μπάνιο και να πλένομαι. Το κουδούνι όμως συνέχισε να χτυπά. Δεν έλεγε να σταματήσει. Δεν τρόμαξα. Ήμουν σίγουρη ότι πρόκειται για λάθος. Έριξα πάνω μου ένα μπουρνούζι και έτρεξα να ανοίξω την πόρτα.

Δύο άντρες με μπλε στολή ήθελαν να μου μιλήσουν. Παραμέρισα και τους έδειξα το σαλόνι. Ήταν ανάστατοι. Το βλέμμα τους όμως είχε πέσει πάνω στα γυμνά και βρεγμένα πόδια μου. Τα νερά δεν είχαν φύγει ακόμα και έτρεχαν μέχρι το πάτωμα. Ο ένας ξεροκατάπιε. Ο άλλος ξερόβηξε. Εγώ τους κέρασα παγωμένο τσάι και κάθησα απέναντί τους να τους ακούσω. Με ενημέρωσαν κάτι για σένα και έφυγαν γρήγορα. Από κείνη τη στιγμή βουίζει όλος ο κόσμος μου. Η φασαρία δεν με αφήνει να σε θρυνήσω. Δεν μπορεί να έφυγες τόσο άδικα μακριά μου. Είχα ακόμη τη μυρωδιά σου πάνω μου και ας λούστηκα. Είμαι σίγουρη ότι λάθος έκαναν εκείνοι οι άνθρωποι. Παρόλα αυτά, άρχισαν διάφοροι άνθρωποι γνωστοί και άγνωστοι να έρχονται σπίτι μου. Να με συλληπηθούν, έλεγαν. Πρέπει να έγινε και η κηδεία σου αλλά εγώ δεν ήμουν εκεί. Εγώ ζω ακόμα σε εκείνο το πρωϊνό που είμαστε μαζί. Μόλις σου έβαλα το σακάκι, γύρισες το πρόσωπο και με φίλησες χαμηλά στο μάγουλο. Χαμογέλασες. Δεν θα έφευγες τελικά. Θα έμενες για πάντα εδώ μαζί μου.


13/08/2012 Λίνα Μυλωνά



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου